Η υετική δίαιτα του Νοεμβρίου στον Ελλαδικό χώρο

 

Η ΥΕΤΙΚΗ ΔΙΑΙΤΑ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

 

Ο Νοέμβριος, ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου, είναι –μαζί με τον Δεκέμβριο– είναι οι δύο σημαντικότεροι μήνες του κλιματολογικού έτους όσον αφορά το φαινόμενο του υετού. Αλλωστε, το εν λόγω δίμηνο εμφανίζονται στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας τα ενδοετήσια μέγιστα υετού. Εξαίρεση αποτελεί μόνο το ανατολικό Αιγαίο και η Κρήτη, όπου το ενδοετήσιο μέγιστο μετατοπίζεται προς τον Δεκέμβριο – Ιανουάριο. Αντίθετα, στη βόρεια ενδοχώρα, το δίμηνο Δεκέμβριος – Ιανουάριος εμφανίζει μείωση.

Για να καταλάβει κανείς την υετική σημαντικότητα του Νοεμβρίου, αρκεί να σκεφτεί ότι στο σύνολο της επικράτειας, η συνεισφορά του στον μέσο ετήσιο υετό φθάνει σε ποσοστό μεταξύ 12 και 16 % και γενικότερα το δίμηνο Νοέμβριος – Δεκέμβριος το ποσοστό αγγίζει ή και ξεπερνά το 30 με 33 % του ετήσιου συνόλου. Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 1/3 του ετήσιου συνόλου του υετού συγκεντρώνεται στο εν λόγω δίμηνο.

Στον ελλαδικό χώρο, μόνο εκτεταμένες εκτάσεις της (κεντρικής κυρίως) Μακεδονίας εμφανίζουν το πρωτεύον υετικό μέγιστο τον Νοέμβριο (ο Δεκέμβριος εμφανίζει μια μικρή μεν, υπαρκτή δε, μείωση). Αντίθετα, στην ΒΔ παράκτια χώρα (Κέρκυρα και θεσπρωτικές ακτές), Νοέμβριος και Δεκέμβριος ‘μάχονται’ για την πρωτιά, άλλoτε ‘κερδίζει’ ο Νοέμβριος και άλλοτε ο Δεκέμβριος, που σημαίνει ότι σε βάθος χρόνου ισοψηφούν.

Γενικότερα ωστόσο και για το σύνολο της επικράτειας, τείνει ο Δεκέμβριος να παίρνει την υετική πρωτιά, ιδίως από τη Θεσσαλία και νοτιότερα και –κυρίως– στο ανατολικό και νότιο αρχιπέλαγος. Ωε γνωστόν, η ενδοετήσια πορεία του υετού είναι από τις πιο αξιόπιστες ενδείξεις του κλιματικού τύπου που επικρατεί σε μια γεωγραφική περιοχή: Τα θαλάσσια κλίματα εμφανίζουν φθινοπωρινά ή χειμερινά υετικά μέγιστα (μεταξύ Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου), ενώ τα ηπειρωτικά κλίματα εαρινά ή θερινά μέγιστα (μεταξύ Μαίου – Ιουλίου).  

Η χώρα μας, κολυμπώντας σχεδόν ολόκληρη (χερσόνησος) στη Μεσόγειο, με σαφή Ν/ΝΑ κατεύθυνση, εξυπακούεται πως ανήκει στον θαλάσσιο κλιματικό τύπο, όπου το ετήσιο θερμοκρασιακό εύρος (E.Θ.E.) , δηλαδή η διαφορά Tmeanμεταξύ ψυχρότερου και θερμότερου μήνα είναι<20 C. Συνεπώς, όσο πιο μικρή η τιμή του Ε.Θ.Ε. τόσο ενισχύεται ο θαλάσσιος χαρακτήρας του κλίματος και ως εκ τούτου, το υετικό μέγιστο μετατοπίζεται από το φθινόπωρο προς τον χειμώνα. Τα μικρότερα Ε.Θ.Ε. ανά την επικράτεια εντοπίζονται στη ΝΔ παράκτια/νησιωτική χώρα (Δ/ΝΔ Πελόποννησος – Ζάκυνθος), στον νησιωτικό νότο (Κρήτη), καθώς και στο ΝΑ νησιωτικό σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου, η τιμή του οποίου κυμαίνεται μεταξύ 15 και 17 C. Αντίθετα, στην Β/ΒΑ ηπειρωτική χώρα (ανατολική Μακεδονία – Θράκη), το Ε.Θ.Ε. κυμαίνεται μεταξύ 20 και 23 C, προσδίδοντας στην περιοχή ένα κλίμα πιο ηπειρωτικό και απόδειξη αυτού αποτελούν οι αυξημένες εαρινές/πρώιμα θερινές βροχές στην περιοχή. Ακολουθεί η κεντροδυτική Μακεδονία με Ε.Θ.Ε. μεταξύ 20 και 22 C. H ηπειρωτική επίδραση των δύο παραπάνω περιοχών είναι εμφανής από τη μείωση του υετού κατά τον Δεκέμβρη. Περιοχές όπου ‘αναμειγνύεται’ το θαλάσσιο με το ηπειρωτικό κλίμα, δηλαδή περιοχές με Ε.Θ.Ε. ~20 Cδίνουν φθινοπωρινό μέγιστο, ακολουθούμενο από εαρινό.

yetikos-xartis-noemvriou

 Εικόνα 1. Μέσος υετός σε mm Νοεμβρίου

 

 

Η υφεσιακή δραστηριότητα στη Μεσόγειο ενισχύεται σημαντικά τον Νοέμβριο, το λιθαράκι της οποίας έβαλε πρώτος ο προκάτοχός του, ο Οκτώβριος και κορυφώνεται προς το Δεκέμβριο/Ιανουάριο στη νότια Ελλάδα. Οι ψύχρανση της βόρειας Ευρώπης, ωθεί τις ψυχρότερες αέριες μάζες της προς την (ακόμη) θερμή Μεσόγειο, δημιουργώντας σημαντικές κυκλογενένεις, στον Κόλπο του Λέοντος (ΝΔ Γαλλία – ΒΑ Ισπανία), στη βόρεια Αδριατική και ακολούθως στις ακτές της Λιβύης (στους Κόλπους της Μικρής και Μεγάλης Σύρτεως), όπου η δραστηριότητα της τελευταίας κλιμακώνεται προς τον Δεκέμβριο – Ιανουάριο και είναι η κυρίως υπεύθυνη για τα σημαντικά ύψη υετού, κυρίως στην ολιγόυδρη Αττική, η οποία βρίσκεται στην ομβροσκιά των συνηθισμένων τροχιών των εκ δυσμών προερχόμενων υφέσεων.

Οσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή του μέσου υετού Νοεμβρίου, η χώρα μας, όπως δείχνει και ο παρακάτω χάρτης, υποδιαιρείται σε δύο σαφέστατα γεωγραφικά τμήματα: η πλουσιότατη υετικά δυτική χώρα (δυτικά της ορεινής ραχοκοκαλιάς της χερσονήσου μας) και η μάλλον φτωχή υετικά ανατολική χώρα. Δευτερεύουσα ζώνη είναι το ανατολικό Αιγαίο, αυτό που ‘βλέπει’ την μικρασιατική ηπειρωτική μάζα, το ορεινό τόξο της Πελαγονίας (αλυσίδα Βόρας – Βέρμιο – Πιέρια – Ολυμπος – Οσσα – Μαυροβούνιο – Πήλιο – Δίρφυς), καθώς και το ορεινό συγκρότημα της Ροδόπης. Επιπλέον, η δυτική Κρήτη (νομός Χανίων), δίνει σημαντικό υετό, υποβοηθούμενη από το ορεινό συγκρότητα των Λευκών Ορέων, τα οποία                                         –κυριολεκτικά– ‘ξεπηδούν’ από τη θάλασσα. Κλειστές, εσωτερικές πεδιάδες και λεκάνες δέχονται πολύ μικρότερα ύψη (Κοιλάδα Αξιού, πεδινή Θεσσαλία), όπως και κόλποι που βρίσκονται σε ομβροσκιά (κεντροβόρειος Σαρωνικός Κόλπος), αλλά και κάποιες θαλάσσιες εκτάσεις οι οποίες δεν ευνοούν μεγάλα ύψη υετού, λόγω του ότι δε βρίσκονται κατά μήκος των τροχιών που διανύουν οι υφέσεις ή υπέστησαν τροποποίηση λόγω προηγουμένων περασμάτων τους, όπως είναι η περιοχή των ΝΑ Κυκλάδων.

ΥΕΤΙΚΑ ΜΕΓΙΣΤΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ:

Α. Το ΒΔ τμήμα της χώρας κατέχει την πανελλαδική υετική πρωτιά. Οι ακτές της Ηπείρου, καθώς και τον νησιωτικό σύμπλεγμα Κέρκυρας – Παξών αντλούν μέσο υετό της τάξεως των               180 – 210 mm. Στο εσωτερικό (και ορεινό) τμήμα της Ηπείρου, ο υετός αυξάνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και φθάνει στο σύμπλεγμα Τζουμέρκων και γύρω από την περιοχή της Παραμυθιάς (όρια νομών Αρτης – Ιωαννίνων – Θεσπρωτίας), φθάνοντας τα 300 – 340 mm, όπου και εμφανίζεται το πανελλαδικό μέγιστο. Γενικότερα, το διαμέρισμα της Ηπείρου δέχεται κατά μέσον όρο περί τα ~220 mm υετού τον Νοέμβριο, το οποίο φιγουράρει πρώτο στρο σύνολο των γεωγραφικών διαμερισμάτων της χώρας.

Β. Το (μεμονωμένο) ορεινό συγρότημα των Λευκών Ορέων της Κρήτης δέχεται στα μεγάλα του υψόμετρα μέσο ύψος ~260 – 280 mm.

Γ. Το ορεινό τμήμα της δυτικής Πελοποννήσου (Παναχαικό, Ερύμανθος, δυτικό Μαίναλο, Ταύγετος) εμφανίζει ύψη μεταξύ 160 και 200 mm.

Δ. Το κεντρικό τμήμα της Πελαγονίας και πιο συγκεκριμένα η προσήνεμη (ανατολική) ζώνη Ολύμπου – Οσσας αντλεί περί τα 160 - 200 mm.

ΥΕΤΙΚΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ:

Α. Οι ΝΑ Κυκλάδες (ζώνη Σαντορίνης – Αστυπάλαιας), καθώς και η ευρύτερη περιοχή της Μυκόνου, δέχονται μόλις 35 με 40 mm.Περίπου τα ίδια ύψη εμφανίζει η περιοχή της Σιθωνίας (Χαλκιδική), δηλαδή ~35 – 40 mm καθώς και μεμονωμένες νησίδες στη νότια κοιλάδα του Αξιού.

Β. Οι κλασικές ομβροσκιές της ανατολικής ηπερωτικής χώρας: Περιμετρικά του (κεντροβόρειου) Σαρωνικού Κόλπου, οπως και του Θερμαικού Κόλπου, με ύψη μεταξύ 50 και 60 mm.

Γ. Γενικότερα η ευρύτερη περιοχή του κεντρονότιου Αιγαίου (Κυκλάδες), με ύψη μεταξύ 50 και 60 mm.

Δ. Η κλειστή, εσωτερική πεδιάδα της Θεσσαλίας, με επίσης ύψη μεταξύ 50 και 60 mm.

Υπολογίζεται ότι ο μέσος υετός Νοεμβρίου στον ελλαδικό χώρα φθάνει περί τα 95 mm (πρόκειται για το μέσο ύψος στην ξηρά, όπου υπάρχουν χρονοσειρές μετεωρολογικών δεδομένων). Αυτό σημαίνει 95 λίτρα νερού ανά τετραγωνικό μέτρο και αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις μέσες ισόθερμους που διέρχονται από τη χώρα μας τον μήνα αυτόν, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 11.5C(βόρεια σύνορα) έως 17.5 C (Κρήτη – Δωδεκάνησος), ήτοι ένας μέσος όρος των 14.5 C (αναγωγή σε μηδενικό υψόμετρο) και διορθωμένη (βάσει μέσου υψομέτρου της χώρας) των 11.5 C, μπορούμε να εφαρμόσουμε τον δείκτη deMartonne,σύμφωνα με τον οποίο τοποθετείται ένας μήνας στην κλίμακα ξηρότητας/υγρότητας. Η φόρμουλα του deMartonneείναι η εξής: Pmonthlyx 12/Τmean + 10. Πολλαπλασιάζουμε τον μέσο μηνιαίο υετό επί 12 και το διαιρούμε με τη μέση θερμοκρασία του μήνα συν 10. Για την επικράτεια, ο δείκτης έχει ως εξής: 95 mmx12 = 1.140 / 11.5 + 10 = 21.5, ήτοι 1.140/21.5 = 53.02. Oδείκτης deMartonneδίνει λοιπόν για το σύνολο της χώρας τιμή 53.02. Η τιμή αυτή βρίσκεται στη ζώνη μεταξύ 50.0 και 60.0, όπου ο δείκτης αυτός χαρακτηρίζει τον Νοέμβριο ‘πολύ υγρό’. Ο Νοέμβριος, μαζί με τον Δεκέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Ιανουάριου (ιδίως για τη νοτιότερη νησιωτική χώρα), συμβάλλουν καθοριστικά στον εμπλουτισμό της εδαφικής υγρασίας της χώρας μας.

Κλείνοντας, αν στα παραπάνω συμπεριλάβουμε και τον μέσο αριθμό υετίσιμων ημερών, τότε ο Νοέμβριος δικαίως κατέχει μια περίοπτη θέση ως ενός ‘πολύ υετοφόρου μήνα’, όχι μόνο σε επίπεδο ύψους υετού, αλλά και πλήθους ημερών υετού. Αν δεχθούμε ως υετίσιμη ημέρα το κατώφλι των 0.1 mm, τότε στην επικράτεια, ο αριθμός αυτός κυμαίνεται μεταξύ 18 – 20 στην ΒΔ ορεινή χώρα και πέφτει στις 6 – 7 ημέρες στιςΝΑ Κυκλάδες. Αν υψώσουμε το κατώφλι της υετίσιμης ημέρας στο 1.0 mm, τότε το πλήθος ημερών διαμοφώνεται μεταξύ 15 – 17 και 5 – 6 ημέρες αντίστοιχα.

Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ιωάννης Γιαλαμάς (Weerman)