Οι αλκυονίδες ημέρες
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 17 Ιανουάριος 2015
- Συντάχθηκε από τον/την Yannis1
- Προβολές: 7702
ΟΙ ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΣΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ,
ΤΗΝ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ, ΤΗΝ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑ
Ο ανεξάντλητος πλούτος της ελληνικής μυθολογίας/συμβολολογίας διαπερνά στο ιστορικό της διάβα όλες τις βαθμίδες και εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής και κυρίως της φιλοσοφικής, υπαρξιακής και μεταφυσικής της αναζήτησης. Από την αρχαιότητα, από την εποχή της μυθολογίας, δηλαδή πριν από την εποχή του γραπτού –και συνεπώς τεκμηριωμένου– λόγου (προφορική παράδοση), τούτη η γωνιά του πλανήτη γέννησε μια πλειάδα εννοιών, συμβόλων και μύθων, προκειμένου να βάλει σε τάξη τα μυστήρια της ζωής και της φύσης. Δεν υπάρχει άνθρωπος σε τούτον εδώ τον τόπο που να μην άκουσε έστω μια φορά στη ζωή του τις ‘Αλκυονίδες ημέρες’, όσο κι αν απέχει από τέτοιου είδους αναζητήσεις, τις γνωστές σε όλους μας αίθριες, ηλιόλουστες, ευχάριστες, σχεδόν μια ανοιξιάτικη όαση μες το καταχείμωνο.
Το όνομά τους προέρχεται από το ομώνυμο θαλάσσιο πτηνό αλκυόνη,το επιστημονικό όνομα της οποίας είναι AlcedoAtthis, γνωστότερο στη λαϊκή γλώσσα ως θαλασσοπούλι ή ψαροπούλι.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ
Πριν μετεμορφωθεί σε πουλί, η Αλκυόνη ήταν μια πανέμορφη γυναίκα, κόρη του Αιόλου, θεού των Ανέμων και της Ενάρετης. Ο συζυγικός της βίος με τον Κήυκα ήταν κάτι παραπάνω από ευτυχισμένος. Ήταν τέτοια η ευτυχία τους που είχαν την αίσθηση ότι δεν ήταν κοινοί θνητοί. Όχι μόνο αυτό, αλλά στην πορεία άρχισε το ζευγάρι να πιστεύει ότι είναι ισάξιοι των θεών: η Αλκυόνη πίστευε ότι ήταν ισάξια της Ήρας και ο Κήυκας του Δία. Ήταν λοιπόν θέμα χρόνου να έλθουν όλα αυτά στ΄αυτιά των θεών και να εξοργιστεί ιδιαιτέρως ο Δίας. Μια μέρα λοιπόν που ο Κήυκας ήταν με το καράβι του στ΄ανοικτά, ο Δίας έριξε τον κεραυνό του και τον τσάκισε, με αποτέλεσμα να πέσει στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και να πνιγεί. Μόλις έμαθε η Αλκυόνη το γεγονός, έτρεξε στ΄ακρογυάλι μήπως μπορέσει να βρει τον αγαπημένο της ζωντανό, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι λίγα σπασμένα ξύλα που είχαν ξεβράσει στην ακτή. Απαρηγόρητη η Αλκυόνη, θρηνούσε ατελείωτα μερόνυχτα το χαμό του αγαπημένου της, με αποτέλεσμα να τη λυπηθεί ο Δίας και να τη μεταμορφώσει στο γνωστό μας πουλί (ο μύθος θυμίζει τον αντίστοιχο τραγικό έρωτα του Ορφέα και της Ευριδίκης).
Η μυθική Αλκυόνη.
Η Αλκυόνη θρηνεί τον νεκρό της αγαπημένο Κήυκα.
Το ομώνυμο που πουλί, από το οποίο πήρε το όνομά της, ζει κοντά στη θάλασσα, σα να περιμένει καρτερικά να εμφανιστεί μέσα από τα κύματά της ο χαμένος Κήυκας. Αλλά, το μαρτύριο της Αλκυόνης δεν είχε τελειωμό: γεννούσε τα αυγά της μες το καταχείμωνο, κλωσώντας τα στα βράχια των ακτών. Τα αγριεμένα όμως κύματα ορμούσαν στη στεριά και σκαρφάλωναν στα βράχια, καταστρέφοντας τη φωλιά και τ΄αυγά της. Συμπονώντας την, ο Δίας διέταξε 15 ημέρες μες την καριδά του χειμώνα να κοπάζουν οι άνεμοι, να ζεσταίνει την πλάση ο Ήλιος, ώστε να μπορέσει η Αλκυόνη να κλωσήσει τ΄αυγά της και να γεννήσει τα μικρά της.
Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη εκδοχή, η Αλκυόνη ήταν κόρη του Άτλαντα και της Πλειόνης (ή κατ΄άλλους της Αίθρας), αλλά πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι πρόκειται για μετεξέλιξη του ίδιου μύθου (ως κόρη του Αιόλου και της Ενάρετης). Βάσει αυτής της εκδοχής, η Αλκυόνη (νύμφη), έχει άλλες έξι αδελφές (τη Μερόπη, τη Μαία, την Ταϋγέτη, την Κελαινώ, την Ηλέκτρα και τη Μαία), οι γνωστές Επτά Αδελφές (ή οι ‘Επτά θρηνούσες Αδελφές’, αγγλ. ‘WeepingSisters’), οι οποίες καλούνται και Πλειάδες. Η ετυμολογία του ονόματος ‘Πλειάδες’ συνδέεται κατά πάσα πιθανότητα με τον όρο ‘πλους’/‘πλέω’,συνεπώς ο αντίστοιχος καταστερισμός ήταν σημαντικός (ως ‘ουράνια πυξίδα’ στον αρχαίο κόσμο όσον αφορά τη (χειμερινή) ναυσιπλοϊα.
Ο καταστερισμός των Πλειάδων.
Οι Επτά Αδελφές.
Αποκαλούνταν θρηνούσες επειδή θρηνούσαν τα βασανιστήρια του πατέρα τους (Άτλας), ο οποίος είχε τιμωρηθεί να σηκώνει στις πλάτες του τη Γη.
Η ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΠΛΕΙΑΔΩΝ
Ο καταστερισμός των Πλειάδων βρίσκεται στον αστερισμό του Ταύρου και απέχουν από το ηλιακό μας σύστημα περίπου 450 έτη φωτός. Στον Τροπικό Ζωδιακό κύκλο, το μήκος τους βρίσκεται (2015) στις 00ο12΄ των Διδύμων. Οι Πλειάδες είναι ορατές με γυμνό μάτι και το σχήμα τους μοιάζει με ένα κατσαρολάκι (ή τηγανάκι) και μεσουρανούν (διέρχονται από τον τοπικό μεσημβρινό –ζενίθ–), κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών (Δεκέμβριος – Φεβρουάριος) από τη δύση του Ηλίου μέχρι και περίπου 2 – 3 ώρες μετά.
Ο καταστερισμός των Πλειάδων.
Από τα μέσα Δεκεμβρίου μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, οι Πλειάδες μεσουρανούν μεταξύ 20:00΄ και 24:00΄(00:00΄) ώρα Ελλάδος, οπότε και δεσπόζουν ψηλά, στο ζενίθ του τόπου τις ανέφελες νύκτες του χειμώνα (στην παρακάτω αναπαράσταση, το μεσουράνημα συμβολίζεται από το MC(λατ. Medium Coeli).
ΟΙ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΛΕΙΑΔΩΝ
Στον Τροπικό Ζωδιακό κύκλο, οι Πλειάδες βρίσκονται (2015) στις 00ο12΄ των Διδύμων. Ας σημειωθεί ότι ο εν λόγω καταστερισμός, όπως και όλοι οι απλανείς αστέρες, ‘μεταπίπτουν’ στο ζωδιακό κύκλο κατά 1ο00΄ ανά 72 έτη. Με άλλα λόγια, οι Πλειάδες βρίσκονταν στις 29ο12΄ του Ταύρου το 1943, ήτοι μεταπίπτουν (ανεπαίσθητα) κατά 1΄ ανά 14 μήνες. Αντλώντας από το αντίστοιχο μύθο των Θρηνουσών Αδελφών, η αστρολογική παράδοση μάς λέει ότι όταν ο συγκεκριμένος αστέρας (Αλκυόνη) βρίσκεται σε σημαίνουσα θέση στο γενέθλιο χάρτη ενός ανθρώπου (λέγοντας σημαίνουσα θέση, εννοούμε να βρίσκεται στη μοίρα αυτή ή ο ωροσκόπος, ή ο Ήλιος ή η Σελήνη ή το μεσουράνημα), τότε ο κάτοχος ‘γειώνει’ το μύθο, πράγμα που σημαίνει ότι ο θρήνος είναι συνοδοιπόρος στη ζωή ή ότι φέρνει ένα βαρύ φορτίο ή μοίρα (από κακουχίες, ασθένειες ή άλλες ατυχίες). Ο Ήλιος διέρχεται από τις Πλειάδες κάθε χρονιά, μεταξύ 20 και 23 Μαίου (τις 2 τελευταίες ημέρες του Ταύρου και τις 2 πρώτες των Διδύμων).
Η ζωδιακή θέση των Πλειάδων.
ΟΙ ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ ΗΜΕΡΕΣ
Από μια καθαρά μετεωρολογική άποψη, οι αλκυονίδες ημέρες ως ημέρες καλοκαιρίας, εξηγούνται από το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ευρώπης, από το ύψος της δυτικής Ρωσίας/Λευκορρωσίας/Ουκρανίας προς βορράν, μέχρι την ανατολική Μεσόγειο προς νότο, το χρονικό διάστημα μεταξύ 20 Δεκεμβρίου και 10 Φεβρουαρίου, παρατηρείται συχνά μια πολύ εξασθενημένη βαροβαθμίδα, με άλλα λόγια εμφανίζει ολόκληρη η παραπάνω περιοχή μια παρόμοια βαρομετρική πίεση. Αυτό έχει ως συνέπεια, αφενός τη σημαντική μείωση των ανέμων (περίοδοι νηνεμίας) και αφετέρου τον αίθριο καιρό (ηλιόλουστες ημέρες), λόγω της κυριαρχούσας αντικυκλωνικής κυκλοφορίας. Τα διαστήματα αυτά των αιθρίων και γλυκών ημερών διαρκούν από μία έως δύο εβδομάδες και εμφανίζουν τη μεγαλύτερή τους συχνότητα κατά τον Ιανουάριο, τον ψυχρότερο μήνα του έτους. Πιο συγκεκριμένα, η μέση κλιματική κατάσταση Ιανουαρίου στην Αθήνα, δίνει μέση θερμοκρασία μήνα 9.8 C(1961 – 1990), με μέση ελάχιστη την τιμή των 5.8 Cκαι μέση μέγιστη 13.8 C (μέσο ημερήσιο θερμοκρασιακό έυρος: 8 C).Σε περιόδους Αλκυονίδων Ημερών, οι μέγιστες ανέρχονται εύκολα πάνω από τη μέση μέγιστη τιμή, φθάνοντας τους 16 – 19 C(σπανίως όμως αγγίζουν ή και ξεπερνούν τους 20 C) και οι ασθενείς άνεμοι τείνουν να είναι βόρειας συνιστώσας. Οι αίθριες ημέρες των Αλκυονίδων συντελούν και στη μείωση του μέσου ύψους υετού στην Αθήνα, όπου από τα 69mmτου Δεκεμβρίου, πέφτουν τον Ιανουάριο στα 56mm. Εξυπακούεται ότι οι Αλκυονίδες Ημέρες δεν μάς επισκέπτονται κάθε χειμώνα, αλλά παρουσιάζουν μια χαρακτηριστική περιοδικότητα και ήταν γνωστή από τον αρχαίο κόσμο, εξ΄ου και η συμβολολογία του μύθου όπως τον παρουσιάσαμε παραπάνω.
Επιμέλεια – Παρουσίαση:Yannis1 (Weerman)
Ο μηχανισμός του "Lake Snow Effect" στις Η.Π.Α και στην Ελλάδα
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 25 Νοέμβριος 2014
- Συντάχθηκε από τον/την Yannis1-Weerman
- Προβολές: 7537
Οι έντονες ψυχρές εισβολές της τελευταίας διετίας (2013 – 2014) στο βόρειο τμήμα της Βορείου Αμερικής (εκτατέρωθεν της μεθορίου των ΗΠΑ & Καναδά), έγινε πολύς λόγος για το φαινόμενο της ΄χιονόπτωσης λιμναίας επίδρασης’(lakeeffectsnow, εν συντομία ‘LES’).Βεβαίως, στην περιοχή, το φαινόμενο παρατηρείται αρκετά συχνά, απλώς τους τελευταίους δύο χειμώνες, το φαινόμενο παρατηρήθηκε με ιδιαίτερη δριμύτητα και σφοδρότητα (πολύ μεγάλα ύψη χιονιού σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα), γι΄αυτό και απέκτησε τέτοια δημοσιότητα. Πριν εξηγήσουμε το μηχανισμό στην περιοχή, κρίνεται σκόπιμο να εξετάσουμε πρώτα τη φυσική γεωγραφία της, μιας και οι καιρικές συνθήκες (ατμοσφαιρική κυκλοφορία) επηρεάζονται σε αποφασιστικό βαθμό από αυτήν.
OI ΜΕΓΑΛΕΣΛΙΜΝΕΣ(THE GREATES LAKES)
Στο ΒΑ τμήμα της Βορείου Αμερικής, κατά μήκος της μεθορίου ΗΠΑ – Καναδά, βρίσκεται ένα λιμναίο συγκρότητα πέντε μεγάλων λιμνών, το οποίο είναι παράλληλα και το μεγαλύτερο λιμναίο συγκρότητα του πλανήτη. Από δυσμάς προς ανατολάς οι πέντε λίμνες είναι οι εξής: 1) η λίμνη Σαπήριορ (LakeSuperior, δηλαδή ‘Ανώτερη Λίμνη΄), εκτάσεως 82.000 km2 (ενδεικτικά, όσο περίπου η έκταση της Αυστρίας)και με μέσο σταθμικό υψόμετρο 183 m. 2) η λίμνη Μίσιγκαν (LakeMichigan), εκτάσεως 58.000 km2 (όσο περίπου η έκταση της Κροατίας) και με μέσο σταθμικό υψόμετρο 176 m. 3) η λίμνη Χιούρον (LakeHuron), εκτάσεως 60.000 km2 (όσο περίπου η έκταση της Λιθουανίας) και με μέσο σταθμικό υψόμετρο 176 m (ουσιαστικά πρόκειται για ανατολική προέκταση της λίμνης Μίσιγκαν, μιας και αμφότερες λίμνες έχουν το ίδιο σταθμικό υψόμετρο). 4) η λίμνη Ήρι (LakeErie), εκτάσεως 25.700 km2 (όσο περίπου η έκταση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας) και μέσο σταθμικό υψόμετρο 174 m και τέλος η λίμνη Οντάριο (LakeOntario), εκτάσεως 19.000 km2 (λίγο μικρότερη από τη Σλοβενία) και με μέσο σταθμικό υψόμετρο 75 m. Η συνολική έκταση του λιμναίου συστήματος των Μεγάλων Λιμνών φθάνει λοιπόν τα 244.700 km2, όση είναι περίπου η έκταση του Ηνωμένου Βασιλείου. Όλες οι λίμνες επικοινωνούν/συνδέονται με δαιδαλώδη ποτάμια δίκτυα και η τελευταία (προς ανατολάς), η λίμνη Οντάριο, μέσω του ποταμού του Αγίου Λαυρεντίου (SaintLawrence), εκβάλλει στον Κόλπο του Αγίου Λαυρεντίου και από κει στον βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό.
Το συγκρότημα των ‘Μεγάλων Λιμνών’.
Το ανάγλυφο γύρω από αυτό το λιμναίο συγκρότητα είναι πολύ ήπιο, από πεδινό εώς λοφώδες, μιας και οι υψομετρικές διαφορές δεν είναι μεγάλες (κυμαίνονται από υψόμετρα μεταξύ ~120 m(στα ανατολικά), μέχρι τα ~450 m(στα δυτικά).
ΚΛΙΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΛΙΜΝΩΝ
Όσον αφορά τα κλιματικά χαρακτηριστικά, η ευρύτερη περιοχή των Μεγάλων Λιμνών ανήκει στον υγρό ηπειρωτικό τύπο (Dfa/Dfbκατά K öppen-Geiger), δηλαδή χαρακτηρίζονται από δριμείς και σχετικά ξηρούς χειμώνες (οι τρεις χειμερινοί μήνες ΔΙΦ με Tmean<0.0 C) και θερμά/υγρά (Dfb) και πολύ θερμά/υγρά (Dfa) καλοκαίρια. Στη βόρεια πλευρά των λιμνών (καναδικό έδαφος), η TmeanΙουλίου βρίσκεται <22.0 C (Dfb), ενώ στη νότια (αμερικανικό έδαφος) >22.0 C(Dfa). Τόσο η βόρεια, όσο και η νότια πλευρα των λιμνών χαρακτηρίζεται από θερινά υετικά μέγιστα (μέγιστα μεταξύ Ιουνίου – Αυγούστου), χαρακτηριστικό γνώρισμα του ηπειρωτικού κλίματος. Γενικότερα, η Tmeanτου ψυχρότερου μήνα (Ιανουάριος) κυμαίνεται από – 12Cέως – 17.5C προς την καναδική πλευρά των Μεγάλων Λιμνών και από – 3 Cέως – 12Cπρος την αμερικανική πλευρά. Αντίθετα, η Tmeanτου θερμότερου μήνα (Ιούλιος) κυμαίνεται μεταξύ 17.5 και 21 Cπρος την καναδική πλευρά και μεταξύ 19 και 23 Cπρος την αμερικανική πλευρά. Όσον αφορά τον μέσο ετήσιο υετό (Pmean), κυμαίνεται μετξύ 650 mmστις δυτικές άκρες (λίμνη Superior) και αυξάνεται προοδευτικά προς τα Α/ΝΑ, φθάνοντας τα 800 με 950 – 1.100mmστις ανατολικές άκρες (λίμνες Erie/Ontario.)
Κλιματικά χαρακτηριστικάτης λεκάνης απορροής των Μεγάλων Λιμνών.
Στα ηπειρωτικά κλίματα, ο υετός του ψυχρού εξαμήνου και δη του χειμερινού τριμήνου (ΔΙΦ) είναι σαφώς μικρότερος απ΄ότι του θερμού εξαμήνου και θερινού τριμήνου (ΙΙΑ). Στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών η αναλογία χειμερινού προς θερινού υετού είναιτουλάχιστον από 1:2 και πάνω, δηλαδή ο χειμερινός υετός είναι μικρότερος του μισού του θερινού. Με άλλα λόγια, οι χειμώνες είναι σχετικά ξηροί, αλλά πολύ ψυχροί. Η σχετική ξηρότητα του χειμώνα οφείλεται στην κυριαρχία των αερίων μαζών ηπειρωτικήςπολικής/αρκτικής προελεύσεως (cP/A), αέριες μάζες πολύ ψυχρές και ξηρές, αφού ‘κατέρχονται’ από πολύ μεγάλα γεωγραφικά πλάτη (από την αρκτική ζώνη) και διασχίζουν ηπειρωτικές εκτάσεις. Επειδή το ανάγλυφο της περιοχής δεν είναι έντονο, αντίθετα μάλιστα είναι από πεδινό έως λοφώδες, η κίνηση των αερίων μαζών από βορρά προς νότο γίνεται εύκολα και ανεμπόδιστα.
Αέριες μάζες στη Βόρεια Αμερική
Η παρουσία των ξηρών αυτών αερίων μαζών εξηγεί και το γεγονός ότι –πάντα κατά τη διάρκεια του χειμώνα– παρατηρούνται διαδοχικές πολύ ψυχρές μεν, ηλιόλουστες δε ημέρες, συνεπώς χωρίς χιονόπτωση/χιονοκάλυψη. Το φαινόμενο της χιονόπτωσης δεν απαιτεί μόνο χαμηλές θερμοκρασίες –οι οποίες είναι δεδομένες κατά τη χειμερινή περιόδο στην περιοχή– αλλά και υγρασία, ώστε να προκύψει η απαραίτητη συμπύκνωση και κρυσταλλοποίησή της. Η τροφοδότηση της υγρασίας μπορεί
να γίνει μόνο από θερμότερες αέριες μάζες (αντίθετα από τη ψυχρή, η θερμή αέρια μάζα συγκρατεί περισσότερη υγρασία), πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει μια ‘μίξη’ θερμής και ψυχρής αέριας μάζας. Προς νότον, από την πλευρά των ΗΠΑ, οι αέριες μάζες είναι είτε περισσότερο ηπειρωτικές τροπικές (ξηρές & θερμές), όταν ‘ανέρχονται’ προς την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών από τα ΝΔ ηπειρωτικά τμήματα των ΗΠΑ, είτε θαλάσσιες τροπικές (υγρές & θερμές), όταν ανέρχονται προς την περιοχή από τα Ν/ΝΑ θαλάσσια τμήματα των ΗΠΑ. Επίσης, η σχετική γειτνίαση των Μεγάλων Λιμνών προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, τις καθιστά πιο ευάλωτες από την επίδραση θαλάσσιων πολικών (ψυχρών και υγρών) αερίων μαζών. Οι λεγόμενες ‘χιονοπτώσεις λιμναίας επίδρασης’ (lakeeffectsnow) ωστόσο είναι μια πιο ‘ιδιάζουσα’ μορφή καιρού, που πέρα από τον ευρείας κλίμακας έλεγχο που ασκούν οι αέριες μάζες, υπεισέρχεται επιπλέον ένας τοπικός μεν, καταλυτικός δε παράγοντας: οι Μεγάλες Λίμνες, οι οποίες, λόγω εκτάσεως αποκαλούνται –όχι αδίκως– και ‘εσωτερικές/ηπειρωτικές θάλασσες’.
Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΙΟΝΟΠΤΩΣΕΩΝ ΛΙΜΝΑΙΑΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ (LAKEEFFECTSNOW/LES)
Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, μπορούμε τώρα να δούμε πως ενεργοποιείται και λειτουργεί ο μηχανισμός LES. Απαραίτητη προυπόθεση είναι ο συνδυασμός μιας σχετικά θερμής υδάτινης επιφάνειας (π.χ. λίμνη ή θάλασσα) και η ύπαρξη ενός ψυχρού στρώματος αέρα στην ανώτερη ατμόσφαιρα (για να ακριβολογούμε, η ύπαρξη ενός ψυχρού στρώματος αέρα σ΄ένα ύψος >1.500 m, κάτι που αποτυπώνεται στους προγνωστικούς χάρτες θερμοκρασιών στη στάθμη των 850 hPa). Ωστόσο, οι προαναφερθείσες προυποθέσεις δεν επαρκούν για το φαινόμενο αυτό, απαιτούνται και άλλες προυποθέσεις προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός τους. Ιδιαίτερα έντονο εμφανίζεται το φαινόμενο αυτό στις ΒΑ Πολιτείες των ΗΠΑ, γύρω από τις Μεγάλες Λίμνες, όπου οργανώνονται ζώνες ισχυρών χιονοπτώσεων/χιονοκαταιγίδων/χιονοθυελλών. Πρόκειται για ζώνες ισχυρών χιονοπτώσεων, που συχνά συνοδεύονται από δευτερεύουσες, ασθενέστερες τέτοιες ζώνες. Ποιά είναι όμως η προέλευση αυτών των ζωνών; Στην πίσω πλευρά ενός χαμηλού βαρομετρικού συστήματος κατέρχεται πολύ ψυχρός αέρας από την καναδική ενδοχώρα προς τα ΒΑ των ΗΠΑ. Η εν λόγω αέρια μάζα –εκτός από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες– φέρει επίσης πολύ χαμηλή υγρασία (ως γνωστόν, ο πολύ ψυχρός αέρας συγκρατεί πολύ λιγότερους υδρατμούς απ΄ότι ο θερμός αέρας). Η πολύ ψυχρή και ξηρή άερια μάζα λοιπόν φθάνει πάνω από τις Μεγάλες Λίμνες με ροή από τα ΒΔ προς τα ΝΑ. Με αυτήν τη διαδικασία πυροδοτείται ο μηχανισμός LES, μιάς και ανάμεσα στη θερμή υδάτινη επιφάνεια και τον παγερό καναδικό αέρα αναπτύσσονται ισχυρές (καθ΄ύψος) θερμοκρασιακές αντιθέσεις, οι λεγόμενες θερμοβαθμίδες. Η κίνηση αυτή αποσταθεροποιεί την αέρια μάζα που βρίσκεται πάνω από τη (θερμότερη) λίμνη (ο ψυχρότερος αέρας που υπέρκειται ενός θερμότερου αέρα, τον εξαναγκάζει σε ανοδική κίνηση). Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι, όταν ανάμεσα στην υδάτινη επιφάνεια και τη στάθμη των 850 hPa (περίπου στο ύψος των 1.500 m), η διαφορά θερμοκρασίας πρέπει να είναι τουλάχιστον 13 C, όταν σε κανονικές, σταθερές ατμοσφαιρικές συνθήκες, η θερμοκρασία μειώνεται κατά 6.5 Cανά 1.000 mυψόμετρο (0.65 C/100 m), ήτοι 9.75 Cστο ύψος των 1.500 m. Αυτή η διαφορά παρέχει επαρκή ενέργεια στο σχηματισμό των ζωνών ισχυρής χιονόπτωσης. Οσο κινείται ο ψυχρός αέρας πάνω από τα θερμότερα λιμναία νερά, τόσο πιο ασταθής καθίσταται η συγκεκριμένη αέρια μάζα και τόσο ενισχύεται η (καθ΄ύψος) δύναμή της.Επομένως, για ισχυρά επεισόδια LES,η αστάθεια πρέπει να αυξάνεται διαρκώς, ώστε οι ανοδικές κινήσεις να την εμπλουτίζουν με υγρασία.
Σχηματική παράσταση του LakeEffectSnow.
Ενας επιπλέον παράγοντας για τα ισχυρά επεισόδια χιονιού (χιονοκαταιγίδες), είναι ο άνεμος, ο οποίος πρέπει να μην εμφανίζει μεγάλες διαφορές εντός της ασταθούς αέριας μάζας. Συνεπώς, όταν ο άνεμος ενισχύεται καθ΄ύψος ή αλλάζει απότομα διεύθυνση, αναχαιτίζεται η οργάνωση και η βιωσιμότητα των ζωνών ισχυρής χιονόπτωσης, υπό προυποθέσεις μπορεί κάλλιστα να τις εξαυλώσει ή να τις ‘σπρώξει’ προς μια εντελώς διαφορετική γεωγραφική περιοχή.
Εκτός από τις παραπάνω προυποθέσεις, ητοπογραφία της περιοχής (διανομή υδάτινης επιφάνειας και ξηράς) μπορεί να συμβάλλει στην ενίσχυση του φαινομένου LES. Οπωςμπορείκανείςεύκολα να καταλάβει, η τριβή πάνω από υδάτινες επιφάνειες είναι σαφώς μικρότερη απ΄ ότι πάνω από την ξηρά, συνεπώς υποβοηθώντας τη σύγκλιση ανέμων διαφόρων διευθύνσεων κατά μήκος των ακτών (εν προκειμένω, οχθών). Τέλος, έναςεπιπλέον ενισχυτικός παράγοντας είναι η από τα νότια έλευση υγρασίας (από θαλάσσιες αέριες μάζες) οι οποίες τροφοδοτούν με υγρασία το πολύ ψυχρό στρώμα αέρα πάνω από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών.
Λόγω του περιορισμένου πλάτους και αναπτύγματός τους, οιπροκύπτουσεςζώνες χιονο-υετού είναι εξαιρετικά ακανόνιστες: μπορεί μια περιοχή να βυθιστεί κυριολεκτικά σε τεράστια ύψη χιονιού, ενώ μια άλλη περιοχή, μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα να εμφανίζει από ελάχιστη ή και καθόλου χιονόπτωση. Οι ποι ευάλωτες σε χιονοκαταιγίδες περιοχές, μπορούν να δώσουν από 10 έως 15 cmχιόνι ανά ώρα, συνοδεία ηλεκτρικών εκκενώσεων (αστραπών και βροντών). Στην ευρύτερη περιοχή έχουν καταγραφεί ύψη χιονιού από 150 έως 200 cm (1.5 έως 2 m ) σε μόλις ένα 24ωρο.
Αντιπροσωπευτικές εικόνες φαινομένουLakeEffectSnow από δορυφόρο πάνω από τις Μεγάλες Λίμνες
Χαρακτηριστική εναέρια φωτογραφία χιονοκαταιγίδας πάνω από το Buffaloτων ΗΠΑ (Νοέμβριος 2014)
Χαρακτηριστική εικόνα χιονοκαταιγίδας πάνω από τις Μεγάλες Λίμνες
Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ LESΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Μηχανισμοί LES μπορούν να εμφανιστούν και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όταν πληρούνται οι παραπάνω προυποθέσεις. Εκτεθειμένες λίμνες ή σχετικά κλειστές θάλασσες είναι ευάλωτες στο φαινόμενο αυτό, απλώς έχει επικρατήσει ο όρος LakeEffectSnowγια την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών όπου εμφανίζει τις πιο ιδανικές συνθήκες προς την εκδήλωσή τους, εξ΄ου και η σχετικά συχνή εμφάνισή τους εκεί.
Εχει κατά καιρούς ειπωθεί ότι και στη χώρα μας μπορεί να εμφανιστεί αυτό το φαινόμενο στην περιοχή της ανατολικής Ελλάδας (Αιγαίο Πέλαγος). Αναμφίβολα, η γεωμορφολογία της ευρύτερης περιοχής του ελλαδικού χώρου θα έλεγε κανείς ότι ευνοεί την εκδήλωση του φαινομένου les, αλλά τα κλιματικά δεδομένα της περιοχής δεν επιτρέπουν τη συχνή εκδήλωσή του. Πρώτον, το Αιγαίο Πέλαγος είναι μια μάλλον κλειστή θάλασσα, εκτάσεως 215.000 km2, λίγο μικρότερo δηλαδή απ΄ότι είναι το συγκρότητα των Μεγάλων Λιμνών (244.700 km2). Hθέση του Αιγαίου Πελάγους στην ανατολική Μεσόγειο και η έκθεσή του προς τα Β-ΒΑ (μέσω της πεδιάδας της ανατολικής Θράκης, της Μαύρης Θάλασσας και από κει προς τις αχανείς στεππώδεις πεδιάδες της Ουκρανίας και Ρωσίας), επιτρέπει την ανεμπόδιστη έλευση ανέμων του Β/ΒΑ τομέα προς την περιοχή. Οι εισβάλλουσες αέριες μάζες είναι ηπειρωτικής πολικής προελεύσεως (cP), δηλαδή πολύ ψυχρές και ξηρές, μιας και έρχονται από την ευρασιατική ενδοχώρα, αλλά καθώς κατέρχονται προς νότο υφίστανται εμπλουτισμό από την υγρασία που προσλαμβάνουν τόσο από τη Μαύρη Θάλασσα, όσο –κυρίως– από το Αιγαίο Πέλαγος. Τονίζουμε το Αιγαίο, επειδή οι θερμοκρασίες της επιφάνειάς του είναι σαφώς υψηλότερες απ΄ότι της Μαύρης Θάλασσας (κατά +4 με +6 Cκατά το χειμερινό τρίμηνο). Η θερμή θάλασσα του Αιγαίου αποτελεί όμως ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα για το φαινόμενο LES: πλεονέκτημα επειδή επιταχύνει τον εμπλουτισμό της cP(ξηρής & ψυχρής) αέριας μάζας σε υγρασία, συνεπώς την καθιστά ασταθή, αλλά μειονέκτημα επειδή απαιτείται η έλευση πολύ ψυχρής αέριας μάζας, σχετικά ατροποποίητης από την περιοχή προέλευσής της (ευρασιατικής ενδοχώρας). Αλλά, είναι αναπόφευκτη η τροποποίησή της, μιας και διανύει μεγάλη απόσταση από την πηγή της, με αποτέλεσμα να αλλοιώνονται οι αρχικές, αμιγώς cPφυσικές ιδιότητές της, καθιστώντας τη θερμότερη και υγρότερη. Χρειάζεται συνεπώς μια λεγόμενη ‘ισχυρή κατάβαση’ cP αέριας μάζας, καλά οργανωμένης καθ΄ύψος (στα 850 hPa& 500 hPa), διατηρώντας τοιουτοτρόπως ένα μεγάλο μέρος των αρχικών φυσικών της ιδιοτήτων, ώστε κατά τη διέλευσή της πάνω από τη Μάυρη Θάλασσα και κυρίως πάνω από το Αιγαίο να την εμπλουτίσει με την απαραίτητη υγρασία, χωρίς να είναι αυτή η διαδικασία ικανή να την εξασθενήσει. Τέτοιου είδους συνθήκες δεν σπανίζουν στην ανατολική Ελλάδα το χειμώνα, αλλά επουδενί δεν έχουν την ισχύ του αντίστοιχου φαινομένου στις Μεγάλες Λίμνες, οι χειμώνες των οποίων είναι κατά 10 με 20 C ψυχρότεροι απ΄ότι στην περιοχή μας.
Οπως βλέπουμε και στον παρακάτω χάρτη, οι cPαέριες μάζες που κατέρχονται με τη βοήθεια των Β/ΒΑ ανέμων μπορούν υπό προυποθέσεις να δώσουν χιόνι και μάλιστα σημαντικό, στην ανατολική προσήνεμη χώρα, υποβοηθούμενης και της έντονης ορογραφίας της ανατολικής ηπειρωτικής ακτογραμμής (κυρίως ζώνης των νομών ανατ. Πιερίας – ανατ. Λαρίσης – ανατ. Μαγνησίας – Εύβοιας). Υπό ιδιαίτερα ευνοικές συνθήκες, το φαινόμενο αυτό μπορεί άνετα να αγκαλιάσει σχεδόν όλο το μήκος της ανατολικής ηπειρωτικής ακτής (ανατ. Θεσσαλίας – ανατ. Στερεάς/Εύβοιας – ανατ. Πελοποννήσου – Κυκλάδων & βόρειας Κρήτης. Για μια πιο ενδελεχή ανάλυση των ατμοσφαιρκών συνθηκών που ευνοούν τις χιονοπτώσεις στην περιοχή της πρωτεύουσας βλ. http://www.meteoclub.gr/themata/egkyklopaideia/4822-snowathensmeleti
Ο Αιγαιακός Μηχανισμός LES (χιονιάς ανατολικής προσήνεμης χώρας)
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Yannis1 (Weerman)
Η υετική δίαιτα του Δεκεμβρίου στον Ελλαδικό χώρο
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 20 Νοέμβριος 2014
- Συντάχθηκε από τον/την Yannis1-Weerman
- Προβολές: 3804
Η ΥΕΤΙΚΗ ΔΙΑΙΤΑ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Η γεωγραφική κατανομή του υετού τον τελευταίο μήνα του έτους, ακολουθεί εν πολλοίς τα πρότυπα του προκατόχου του, του Νοεμβρίου με κάποιες αισθητές ωστόσο διαφοροποιήσεις. Πρώτον, στο μεγαλύτερο τμήμα της επικράτειας, ο Δεκέμβριος εμφανίζει το πρωτεύον υετικό μέγιστο, με μόνες εξαιρέσεις την πολύ Ν/ΝΑ (νησιωτική) χώρα (Κρήτη/Δωδεκάνησα), όπου εκεί το πρωτεύον μέγιστο μετατοπίζεται στην καρδιά του χειμώνα, τον Ιανουάριο και την υπερβόρεια (ηπειρωτική) Β/ΒΑ χώρα (εσωτερικά & βόρεια τμήματα της κεντροανατολικής Μακεδονίας/Θράκης, όπου το πρωτεύον μέγιστο εμφανίζεται το Νοέμβριο, αλλά με πολύ μικρή διαφορά σε σχέση με το Δεκέμβριο. Πάντως, στο 70-80 % της επικράτειας, ο Δεκέμβριος κρατάει την υετική πρωτιά.
Μέσο ύψος υετού Δεκεμβρίου
Ως γνωστόν, όταν τα υετικά μέγιστα εμφανίζονται το ψυχρό εξάμηνο και μάλιστα κοντά στους ψυχρότερους μήνες του χρόνου (Δεκέμβριος – Ιανουάριος) υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός αμιγώς θαλάσσιου κλίματος και αυτό είναι ξεκάθαρο στην ευρύτερη περιοχή του ελλαδικού χώρου, το οποίο στη δυτική χώρα παίρνει πανηγυρικό χαρακτήρα. Στη δυτική, κεντρονότια και ανατολική χώρα, ο Δεκέμβριος συγκεντρώνει μεταξύ του 11 και 15 %, ήτοι μεταξύ του 1/9 και 1/6 του μέσου ετησίου ύψους υετού. Στην πολύ βόρεια ηπειρωτική χώρα πέφτει κάτω από το 10 %, ενώ αντίθετα στην πολύ νότια νησιωτική χώρα ανεβαίνει πάνω από το 17 %.Το υετικό καθεστώς είναι απλό, ακολουθώντας την τοπογραφία της περιοχής: εμφανίζονται 2 διακριτές προσήνεμες (ομβροπλευρές) και υετοφόρες ζώνες: η πρώτη (και κυρίαρχη) κατά μήκος του δυτικού τόξου (νησιά Ιονίου, Ήπειρος, Δυτική Στερεά & Δυτική Πελοπόννησος) και η δεύτερη κατά μήκος του δυτικού τόξου της Μικράς Ασίας (Δυτική Τουρκία), όπου στην ομβροπλευρά της βρίσκονται τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και δη του κεντρονότιου τμήματος αυτού. Το Δεκέμβριο επίσης σχηματίζεται μια τρίτη ζώνη, η οποία φάνηκε να στήνει ο προηγούμενος μήνας, ο Νοέμβριος, αλλά είναι πλέον ευδιάκριτη και εκτείνεται κατά μήκος της ανατολικής ηπειρωτικής χώρας, από το ύψος της Πιερίας έως την Εύβοια (Πελαγονική ζώνη). Οι δύο πρώτες υετοφόρες ζώνες υποδηλώνουν την ύπαρξη ισχυρής υφεσιακής δραστηριότητας (στην 1η ζώνη με ανέμους κυρίως ΒΔ/Δ/ΝΔ & Ν συνιστώσας & στη 2η ζώνη κυρίως ΝΔ/Ν συνιστώσας), ενώ η 3η ζώνη είναι αποτέλεσμα αντικυκλωνικής δραστηριότητας, με επικρατούντες ανέμους Β/ΒΑ/Α συνιστώσας, όπου εμπλουτιζόμενοι με υγρασία κατά το πέρασμά τους από την υδάτινη μάζα του Αιγαίου, την οποία αποθέτουν συμπυκνωμένη, σε μορφή υετού, στην ορεινή ζώνη της Πελαγονίας. Η δυτική Κρήτη (νομός Χανίων), υποβοηθούμενη από την έντονη ορογραφία, καθώς και το ορεινό συγκρότημα της Ροδόπης συμπληρώνουν το σκηνικό των πλέον υετοφόρων περιοχών του ελλαδικού χώρου.
ΤΑ ΥΕΤΙΚΑ ΜΕΓΙΣΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ:
Α. Πανελλαδική πρωτιά κατέχει το εσωτερικό της Ηπείρου (όρια νομών Άρτας – Ιωαννίων – Θεσπρωτίας), με μέσο μηνιαίο ύψος μεταξύ 330 και 370 mm. Ειδικότερα, στα όρια των νομών Άρτας – Ιωαννίνων και στις δυτικές κλιτύες των Τζουμέρκων, τοπικά αγγίζουν τα 400 mm (ενδεικτικά, το ύψος αυτό αναλογεί στο μέσο ετήσιο υετό του κέντρου της Αθήνας).
Β-Γ. Όρια νομών Αιτωλοακαρνανίας – Ευρυτανίας, με ύψος μεταξύ 300 και 330 mm(σε μεμονωμένες ορεινές νησίδες αγγίζει τα 360 mm. Λευκά Όρη Χανίων, με ύψος ~350 mm.
Δ. Όρια Μεσηννιακής και Λακωνικής Μάνης, με ύψος μεταξύ 280 και 320 mm.
E. Ύψη >200 mm: Σάμος, ορεινή Ροδόπη & ανατολικές κλιτύες Δίρφεως.
ΤΑ ΥΕΤΙΚΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ:
Α. Βόρεια τμήματα Κεντρικής Μακεδονίας (νομός Κιλκίς), με ύψη 20 – 40 mm.
B. Τμήματα της εσωτερικής (πεδινής) Θεσσαλίας & Δυτικής Μακεδονίας, με ύψη 30 – 50 mm.
Γ. Κεντρονότια Αττική & Σαρωνικός Κόλπος, με ύψη 40 – 60 mm.
Δ. Κρητικό Πέλαγος, με ύψη 50 – 60 mm.
Ο μέσος υετός του τελευταίου μήνα του έτους υπολογίζεται ότι φθάνει τα 100 mmστο ηπειρωτικό τμήμα της επικράτειας, καθιστώντας τον στον πλέον υετοφόρο μήνα του έτους. Οι υετικές αντιθέσεις του Δεκεμβρίου –όπως και των υπολοίπων μηνών του ψυχρού εξαμήνου άλλωστε– είναι μεγάλες: κυμαίνονται από ~400 mm (ΒΔ ορεινή χώρα) έως ~25 - ~30 mmσε μεμονωμένες περιοχές της εσωτερικής κεντρικής Μακεδονίας. Οι ισόθερμοι που διέρχονται από τη χώρα μας το μήνα αυτό κυμαίνονται από 7 C(Β/ΒΑ ηπειρωτική μεθόριος) έως 15.5 C(νότια Κρήτη), ήτοι μια μέση τιμή των 11.5 C (αναγωγή σε μηδενικό υψόμετρο). Αν συνυπολογίσουμε το μέσο σταθμικό υψόμετρο, η μέση θερμοκρασία Δεκεμβρίου στην επικράτεια πέφτει στους 8.5 C. Με τα παραπάνω δεδομένα μπορούμε να υπολογίσουμε το δείκτη ξηρότητας/υγρότητας του DeMartonne, σύμφωνα με τον οποίο πολλαπασιάζουμε τον μέσο μηνιαίο υετό με το 12 και ακουλούθως το διαιρούμε με τη μέση θερμοκρασία του μήνα προσθέτοντας το 10, ήτοι: 100 x12 (1200) / 8.5 + 10 (18.5) = 64.8. Μέση μηνιαία τιμή >60.0 σύμφωνα με το δείκτη DeMartonneχαρακτηρίζεται ως ‘υπερβολικά υγρός’.
Τέλος, ο Δεκέμβριος κατέχει επίσης την πρώτη θέση όσον αφορά το πλήθος των υετίσιμων ημερών: Σε όλη την επικράτεια –λαμβάνοντας ως υετίσιμη ημέρα το κατώφλι των 0.1 mm– τότε το πλήθος υετίσιμων ημερών κυμαίνεται από 8 – 9 ημέρες στο εσωτερικό της κεντρικής Μακεδονίας έως τις 20 – 23 ημέρες στη ΒΔ ορεινή χώρα. Με κατώφλι το ύψος του 1.0 mm, οι ημέρες υετού διαμορφώνονται σε 7 – 8 και 17 – 19 αντίστοιχα.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ιωάννης Γιαλαμάς (Weerman)
Σπάρτη : H υπερδύναμη της ζέστης στην Ελλάδα (updated)
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 02 Σεπτέμβριος 2014
- Συντάχθηκε από τον/την Alexandros-Filadelfeia
- Προβολές: 14629
[Το άρθρο έχει επικαιροποιηθεί για τα στοιχεία που παρουσιάζονται σε αυτό μέχρι και το καλοκαίρι του 2023]
Καθώς άλλο ένα καλοκαίρι τελειώνει η Σπάρτη φαίνεται πως σημειώνει για άλλη μια φορά τις υψηλότερες μέσες μέγιστες θερμοκρασίες του θερινού τριμήνου σε ολόκληρη την επικράτεια και επι συνόλου όλων των Ελληνικών δημόσιων μετεωρολογικών σταθμών.Η παρούσα έρευνα και παρουσίαση στατιστικών θα επιχειρήσει να υπογραμμίσει το όπως όλα δείχνουν μοναδικό στην Ελλάδα θερινό δυναμικό της περιοχής της Σπάρτης από την άποψη της σταθερότητας μέγιστων θερμοκρασιών. Η έρευνα θα γίνει με βάση τόσο τα στοιχεία του σταθμού του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στη Σπάρτη ο οποίος λειτουργεί από το 2009 όσο και τα στοιχεία του σταθμού της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας ο οποίος λειτούργησε στη Σπάρτη από το 1974 ως το 2004.
Ο σταθμός του Ε.Α.Α είναι ένας ερασιτεχνικός Davis fan-aspirated Vantage Pro2 wireless ο οποίος βρίσκεται 1.5 χλμ νότια του κέντρου της Σπάρτης σε ύψος 2 μέτρα από το έδαφος μέχρι και σήμερα.Ο σταθμός της Ε.Μ.Υ βρισκόταν στις εγκαταστάσεις της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας στο αεροδρόμιο της Σπάρτης (αρκετα νοτιότερα από τη πόλη της Σπάρτης και πολύ πιο κοντά στη θάλασσα) και πρόκειται για επαγγελματικό κλασικό κλωβό Stevenson Screen στα 2 μέτρα από το έδαφος o οποίος μας έδινε στοιχεία για την περίοδο 1974-2004. Επιπρόσθετα ο σταθμός του Ε.Α.Α βρίσκεται στα 180 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (στην ιστοσελίδα του σταθμού δίνεται ως υψόμετρο τα 204 μέτρα μάλλον εκ παραδρομής) , σε γρασίδι, στο προαύλιο της Π.Ε Λακωνίας και σε άριστη θέση σύμφωνα με τα κριτήρια του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού (W.M.O).Η παρούσα μελέτη θα εξετάσει την παράμετρο της μέσης μέγιστης θερμοκρασίας κατά το θερινό τρίμηνο στην περιοχή της Σπάρτης.
Από την ανάλυση των δεδομένων και από τους δύο σταθμούς προκύπτει πως η Σπάρτη παρουσιάζει σημαντικά υψηλότερες μέσες μέγιστες καλοκαιρινές θερμοκρασίες από κάθε αντίστοιχο σταθμό και για κάθε αντίστοιχη περίοδο.Οι διαφορές είναι τόσο διακεκριμένες υπέρ της Σπάρτης σε σημείο μάλιστα να υπάρχουν μήνες μέχρι και πάνω από 1 βαθμό κελσίου από όλες τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας σε βάθος τουλάχιστον 30 ετών. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της Ε.Μ.Υ για την περίοδο 1974-2004 η μέση μέγιστη θερμοκρασία Ιουνίου στη Σπάρτη είναι 32.2°C. Τον Ιούλιο αυτή διαμορφώνεται στους 34.8°C ενώ τον Αύγουστο στους 34.3°C. Αντίστοιχα παρακάτω μπορείτε να δείτε τις τιμές από τον σταθμό του Ε.Α.Α.
Η μοναδική περιοχή στην γεωγραφική Ευρώπη η οποία φτάνει συστηματικά τις παραπάνω τιμές είναι το εσωτερικό της Ανδαλουσίας στην Ισπανία και συγκεκριμένα πέριξ της κοιλάδας του Γουαδαλκιβίρ από τη Σεβίλλη και ανατολικότερα.Εξετάζοντας λοιπόν τα στοιχεία της Σεβίλλης τα οποία θα σας παρουσιάσουμε παρακάτω για την αντίστοιχη περίοδο και από τους αντίστοιχους σταθμούς διαπιστώσαμε με έκπληξη πως η Σπάρτη ξεπερνά τις καλοκαιρινές μέσες μέγιστες θερμοκρασίες του αστικού ιστού της Σεβίλλης.
Για τους σκοπούς της σύγκρισης μας εξετάσαμε τα στοιχεία του αξιόπιστου Davis fan-aspirated Vantage Pro2 wireless οπού βρίσκεται μέσα στον αστικό ιστό της Σεβίλλης (δείτε τις πηγές για το link του σταθμού). Ο σταθμός αυτός είναι τοποθετημένος στο ιστορικό κέντρο της Σεβίλλης και βρίσκεται σε υψόμετρο 6 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Η περίοδος που οι σταθμοί Σπάρτης-Σεβίλλης λειτουργούν παράλληλα είναι το 2010-2023. Μιλάμε ουσιαστικά για 14 χρόνια παράλληλης λειτουργίας τα οποία παρότι είναι λίγα μας βοηθούν να πάρουμε μια ενδεικτική εικόνα.Στο παρακάτω σχήμα μπορείτε να δείτε τις τιμές του σταθμού της Σεβίλλης σε σχέση με τον σταθμό της Σπάρτης.
Φυσικά υπάρχουν και ακόμα θερμότερα σημεία στην Κοιλάδα του Ευρώτα όπως μας δείχνουν παρακάτω τα στοιχεία του Υδρο Μετεωρολογικού σταθμού του Ευρώτα από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Ο σταθμός βρίσκεται περίπου 10 χλμ βόρεια της Σπάρτης στο εσωτερικό της Κοιλάδας του Ευρώτα. Παρατηρούμε οτι ο θερμότερος μήνας που είναι ο Ιούλιος δίνει μέση μέγιστη θερμοκρασία 40.5°C ενώ κατά μέσο όρο σημειώνονται 43 μέρες με θερμοκρασίες άνω των 40.0°C.
Τέλος τα στοιχεία αυτής της έρευνας ισως θα μπορούσαν να δώσουν το έναυσμα ώστε να ασχοληθούν πιο επισταμένα δημόσιοι και ερευνητικοί φορείς στην Ελλάδα προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τον χώρο που όπως όλα δείχνουν εξαντλείται το καλοκαιρινό θερμό δυναμικό της επικράτειας.
ΠΗΓΕΣ
-Ε.Μ.Υ - ΔΝΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
- Hydro.net NOA
-Μηνιαία μετεωρολογικά δελτία Ε.Α.Α
-Tiempo en Sevilla (στοιχεία DAVIS Σεβίλλης : http://www.tiempoensevilla.es/index.php )
Η υετική δίαιτα του Νοεμβρίου στον Ελλαδικό χώρο
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 03 Οκτώβριος 2014
- Συντάχθηκε από τον/την Weerman
- Προβολές: 3723
Η ΥΕΤΙΚΗ ΔΙΑΙΤΑ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Ο Νοέμβριος, ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου, είναι –μαζί με τον Δεκέμβριο– είναι οι δύο σημαντικότεροι μήνες του κλιματολογικού έτους όσον αφορά το φαινόμενο του υετού. Αλλωστε, το εν λόγω δίμηνο εμφανίζονται στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας τα ενδοετήσια μέγιστα υετού. Εξαίρεση αποτελεί μόνο το ανατολικό Αιγαίο και η Κρήτη, όπου το ενδοετήσιο μέγιστο μετατοπίζεται προς τον Δεκέμβριο – Ιανουάριο. Αντίθετα, στη βόρεια ενδοχώρα, το δίμηνο Δεκέμβριος – Ιανουάριος εμφανίζει μείωση.
Για να καταλάβει κανείς την υετική σημαντικότητα του Νοεμβρίου, αρκεί να σκεφτεί ότι στο σύνολο της επικράτειας, η συνεισφορά του στον μέσο ετήσιο υετό φθάνει σε ποσοστό μεταξύ 12 και 16 % και γενικότερα το δίμηνο Νοέμβριος – Δεκέμβριος το ποσοστό αγγίζει ή και ξεπερνά το 30 με 33 % του ετήσιου συνόλου. Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 1/3 του ετήσιου συνόλου του υετού συγκεντρώνεται στο εν λόγω δίμηνο.
Στον ελλαδικό χώρο, μόνο εκτεταμένες εκτάσεις της (κεντρικής κυρίως) Μακεδονίας εμφανίζουν το πρωτεύον υετικό μέγιστο τον Νοέμβριο (ο Δεκέμβριος εμφανίζει μια μικρή μεν, υπαρκτή δε, μείωση). Αντίθετα, στην ΒΔ παράκτια χώρα (Κέρκυρα και θεσπρωτικές ακτές), Νοέμβριος και Δεκέμβριος ‘μάχονται’ για την πρωτιά, άλλoτε ‘κερδίζει’ ο Νοέμβριος και άλλοτε ο Δεκέμβριος, που σημαίνει ότι σε βάθος χρόνου ισοψηφούν.
Γενικότερα ωστόσο και για το σύνολο της επικράτειας, τείνει ο Δεκέμβριος να παίρνει την υετική πρωτιά, ιδίως από τη Θεσσαλία και νοτιότερα και –κυρίως– στο ανατολικό και νότιο αρχιπέλαγος. Ωε γνωστόν, η ενδοετήσια πορεία του υετού είναι από τις πιο αξιόπιστες ενδείξεις του κλιματικού τύπου που επικρατεί σε μια γεωγραφική περιοχή: Τα θαλάσσια κλίματα εμφανίζουν φθινοπωρινά ή χειμερινά υετικά μέγιστα (μεταξύ Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου), ενώ τα ηπειρωτικά κλίματα εαρινά ή θερινά μέγιστα (μεταξύ Μαίου – Ιουλίου).
Η χώρα μας, κολυμπώντας σχεδόν ολόκληρη (χερσόνησος) στη Μεσόγειο, με σαφή Ν/ΝΑ κατεύθυνση, εξυπακούεται πως ανήκει στον θαλάσσιο κλιματικό τύπο, όπου το ετήσιο θερμοκρασιακό εύρος (E.Θ.E.) , δηλαδή η διαφορά Tmeanμεταξύ ψυχρότερου και θερμότερου μήνα είναι<20 C. Συνεπώς, όσο πιο μικρή η τιμή του Ε.Θ.Ε. τόσο ενισχύεται ο θαλάσσιος χαρακτήρας του κλίματος και ως εκ τούτου, το υετικό μέγιστο μετατοπίζεται από το φθινόπωρο προς τον χειμώνα. Τα μικρότερα Ε.Θ.Ε. ανά την επικράτεια εντοπίζονται στη ΝΔ παράκτια/νησιωτική χώρα (Δ/ΝΔ Πελόποννησος – Ζάκυνθος), στον νησιωτικό νότο (Κρήτη), καθώς και στο ΝΑ νησιωτικό σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου, η τιμή του οποίου κυμαίνεται μεταξύ 15 και 17 C. Αντίθετα, στην Β/ΒΑ ηπειρωτική χώρα (ανατολική Μακεδονία – Θράκη), το Ε.Θ.Ε. κυμαίνεται μεταξύ 20 και 23 C, προσδίδοντας στην περιοχή ένα κλίμα πιο ηπειρωτικό και απόδειξη αυτού αποτελούν οι αυξημένες εαρινές/πρώιμα θερινές βροχές στην περιοχή. Ακολουθεί η κεντροδυτική Μακεδονία με Ε.Θ.Ε. μεταξύ 20 και 22 C. H ηπειρωτική επίδραση των δύο παραπάνω περιοχών είναι εμφανής από τη μείωση του υετού κατά τον Δεκέμβρη. Περιοχές όπου ‘αναμειγνύεται’ το θαλάσσιο με το ηπειρωτικό κλίμα, δηλαδή περιοχές με Ε.Θ.Ε. ~20 Cδίνουν φθινοπωρινό μέγιστο, ακολουθούμενο από εαρινό.
Εικόνα 1. Μέσος υετός σε mm Νοεμβρίου
Η υφεσιακή δραστηριότητα στη Μεσόγειο ενισχύεται σημαντικά τον Νοέμβριο, το λιθαράκι της οποίας έβαλε πρώτος ο προκάτοχός του, ο Οκτώβριος και κορυφώνεται προς το Δεκέμβριο/Ιανουάριο στη νότια Ελλάδα. Οι ψύχρανση της βόρειας Ευρώπης, ωθεί τις ψυχρότερες αέριες μάζες της προς την (ακόμη) θερμή Μεσόγειο, δημιουργώντας σημαντικές κυκλογενένεις, στον Κόλπο του Λέοντος (ΝΔ Γαλλία – ΒΑ Ισπανία), στη βόρεια Αδριατική και ακολούθως στις ακτές της Λιβύης (στους Κόλπους της Μικρής και Μεγάλης Σύρτεως), όπου η δραστηριότητα της τελευταίας κλιμακώνεται προς τον Δεκέμβριο – Ιανουάριο και είναι η κυρίως υπεύθυνη για τα σημαντικά ύψη υετού, κυρίως στην ολιγόυδρη Αττική, η οποία βρίσκεται στην ομβροσκιά των συνηθισμένων τροχιών των εκ δυσμών προερχόμενων υφέσεων.
Οσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή του μέσου υετού Νοεμβρίου, η χώρα μας, όπως δείχνει και ο παρακάτω χάρτης, υποδιαιρείται σε δύο σαφέστατα γεωγραφικά τμήματα: η πλουσιότατη υετικά δυτική χώρα (δυτικά της ορεινής ραχοκοκαλιάς της χερσονήσου μας) και η μάλλον φτωχή υετικά ανατολική χώρα. Δευτερεύουσα ζώνη είναι το ανατολικό Αιγαίο, αυτό που ‘βλέπει’ την μικρασιατική ηπειρωτική μάζα, το ορεινό τόξο της Πελαγονίας (αλυσίδα Βόρας – Βέρμιο – Πιέρια – Ολυμπος – Οσσα – Μαυροβούνιο – Πήλιο – Δίρφυς), καθώς και το ορεινό συγκρότημα της Ροδόπης. Επιπλέον, η δυτική Κρήτη (νομός Χανίων), δίνει σημαντικό υετό, υποβοηθούμενη από το ορεινό συγκρότητα των Λευκών Ορέων, τα οποία –κυριολεκτικά– ‘ξεπηδούν’ από τη θάλασσα. Κλειστές, εσωτερικές πεδιάδες και λεκάνες δέχονται πολύ μικρότερα ύψη (Κοιλάδα Αξιού, πεδινή Θεσσαλία), όπως και κόλποι που βρίσκονται σε ομβροσκιά (κεντροβόρειος Σαρωνικός Κόλπος), αλλά και κάποιες θαλάσσιες εκτάσεις οι οποίες δεν ευνοούν μεγάλα ύψη υετού, λόγω του ότι δε βρίσκονται κατά μήκος των τροχιών που διανύουν οι υφέσεις ή υπέστησαν τροποποίηση λόγω προηγουμένων περασμάτων τους, όπως είναι η περιοχή των ΝΑ Κυκλάδων.
ΥΕΤΙΚΑ ΜΕΓΙΣΤΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ:
Α. Το ΒΔ τμήμα της χώρας κατέχει την πανελλαδική υετική πρωτιά. Οι ακτές της Ηπείρου, καθώς και τον νησιωτικό σύμπλεγμα Κέρκυρας – Παξών αντλούν μέσο υετό της τάξεως των 180 – 210 mm. Στο εσωτερικό (και ορεινό) τμήμα της Ηπείρου, ο υετός αυξάνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και φθάνει στο σύμπλεγμα Τζουμέρκων και γύρω από την περιοχή της Παραμυθιάς (όρια νομών Αρτης – Ιωαννίνων – Θεσπρωτίας), φθάνοντας τα 300 – 340 mm, όπου και εμφανίζεται το πανελλαδικό μέγιστο. Γενικότερα, το διαμέρισμα της Ηπείρου δέχεται κατά μέσον όρο περί τα ~220 mm υετού τον Νοέμβριο, το οποίο φιγουράρει πρώτο στρο σύνολο των γεωγραφικών διαμερισμάτων της χώρας.
Β. Το (μεμονωμένο) ορεινό συγρότημα των Λευκών Ορέων της Κρήτης δέχεται στα μεγάλα του υψόμετρα μέσο ύψος ~260 – 280 mm.
Γ. Το ορεινό τμήμα της δυτικής Πελοποννήσου (Παναχαικό, Ερύμανθος, δυτικό Μαίναλο, Ταύγετος) εμφανίζει ύψη μεταξύ 160 και 200 mm.
Δ. Το κεντρικό τμήμα της Πελαγονίας και πιο συγκεκριμένα η προσήνεμη (ανατολική) ζώνη Ολύμπου – Οσσας αντλεί περί τα 160 - 200 mm.
ΥΕΤΙΚΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ:
Α. Οι ΝΑ Κυκλάδες (ζώνη Σαντορίνης – Αστυπάλαιας), καθώς και η ευρύτερη περιοχή της Μυκόνου, δέχονται μόλις 35 με 40 mm.Περίπου τα ίδια ύψη εμφανίζει η περιοχή της Σιθωνίας (Χαλκιδική), δηλαδή ~35 – 40 mm καθώς και μεμονωμένες νησίδες στη νότια κοιλάδα του Αξιού.
Β. Οι κλασικές ομβροσκιές της ανατολικής ηπερωτικής χώρας: Περιμετρικά του (κεντροβόρειου) Σαρωνικού Κόλπου, οπως και του Θερμαικού Κόλπου, με ύψη μεταξύ 50 και 60 mm.
Γ. Γενικότερα η ευρύτερη περιοχή του κεντρονότιου Αιγαίου (Κυκλάδες), με ύψη μεταξύ 50 και 60 mm.
Δ. Η κλειστή, εσωτερική πεδιάδα της Θεσσαλίας, με επίσης ύψη μεταξύ 50 και 60 mm.
Υπολογίζεται ότι ο μέσος υετός Νοεμβρίου στον ελλαδικό χώρα φθάνει περί τα 95 mm (πρόκειται για το μέσο ύψος στην ξηρά, όπου υπάρχουν χρονοσειρές μετεωρολογικών δεδομένων). Αυτό σημαίνει 95 λίτρα νερού ανά τετραγωνικό μέτρο και αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις μέσες ισόθερμους που διέρχονται από τη χώρα μας τον μήνα αυτόν, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 11.5C(βόρεια σύνορα) έως 17.5 C (Κρήτη – Δωδεκάνησος), ήτοι ένας μέσος όρος των 14.5 C (αναγωγή σε μηδενικό υψόμετρο) και διορθωμένη (βάσει μέσου υψομέτρου της χώρας) των 11.5 C, μπορούμε να εφαρμόσουμε τον δείκτη deMartonne,σύμφωνα με τον οποίο τοποθετείται ένας μήνας στην κλίμακα ξηρότητας/υγρότητας. Η φόρμουλα του deMartonneείναι η εξής: Pmonthlyx 12/Τmean + 10. Πολλαπλασιάζουμε τον μέσο μηνιαίο υετό επί 12 και το διαιρούμε με τη μέση θερμοκρασία του μήνα συν 10. Για την επικράτεια, ο δείκτης έχει ως εξής: 95 mmx12 = 1.140 / 11.5 + 10 = 21.5, ήτοι 1.140/21.5 = 53.02. Oδείκτης deMartonneδίνει λοιπόν για το σύνολο της χώρας τιμή 53.02. Η τιμή αυτή βρίσκεται στη ζώνη μεταξύ 50.0 και 60.0, όπου ο δείκτης αυτός χαρακτηρίζει τον Νοέμβριο ‘πολύ υγρό’. Ο Νοέμβριος, μαζί με τον Δεκέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Ιανουάριου (ιδίως για τη νοτιότερη νησιωτική χώρα), συμβάλλουν καθοριστικά στον εμπλουτισμό της εδαφικής υγρασίας της χώρας μας.
Κλείνοντας, αν στα παραπάνω συμπεριλάβουμε και τον μέσο αριθμό υετίσιμων ημερών, τότε ο Νοέμβριος δικαίως κατέχει μια περίοπτη θέση ως ενός ‘πολύ υετοφόρου μήνα’, όχι μόνο σε επίπεδο ύψους υετού, αλλά και πλήθους ημερών υετού. Αν δεχθούμε ως υετίσιμη ημέρα το κατώφλι των 0.1 mm, τότε στην επικράτεια, ο αριθμός αυτός κυμαίνεται μεταξύ 18 – 20 στην ΒΔ ορεινή χώρα και πέφτει στις 6 – 7 ημέρες στιςΝΑ Κυκλάδες. Αν υψώσουμε το κατώφλι της υετίσιμης ημέρας στο 1.0 mm, τότε το πλήθος ημερών διαμοφώνεται μεταξύ 15 – 17 και 5 – 6 ημέρες αντίστοιχα.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ιωάννης Γιαλαμάς (Weerman)
Κλιματολογία ηλεκτρικών εκκενώσεων Ευρώπης
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 04 Αύγουστος 2014
- Συντάχθηκε από τον/την Weerman
- Προβολές: 6210
ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΕΚΚΕΝΩΣΕΩΝ
Η παρούσα μελέτη εξετάζει την κλιματολογία των ηλεκτρικών εκκενώσεων (αστραπών & κεραυνών) στον ευρωπαικό χώρο. Τα στοιχεία που παρατίθενται προέρχονται από την MetOffice και αφορά την 5ετία 2008-2012. Πρόσφατα, το υλικό αυτό ανανεώθηκε, εξετάζοντας την 6ετία 2008-2013 η οποία όχι μόνο επιβεβαιώνει πλήρως την προηγηθείσα (ετήσια και μηνιαία τάση των εκκενώσεων), αλλά και δημιουργεί μια προκαταρκτική κλιματολογία σχετικά με το εν λόγω μετεωρολογικό φαινόμενο. Η μελέτη προέκυψε με την βοήθεια της τεχνολογίας παρατηρήσεως των ηλεκτρικών εκκενώσεων στην ατμόσφαιρα (ουσιαστικά, από το 2007 και εντεύθεν). Για τεχνικής φύσεως θέματα, ο αναγνώστης παραπέμπεται στο τέλος της παρούσας μελέτης, στην βιβλιογραφία, προκειμένου να πληροφορηθεί εντενώς.
Κατά την 5ετία Ιανουάριος 2008 – Δεκέμβριος 2012, σημειώθηκαν 59.061.985 εκκενώσεις πάνω από τον ευρωπαϊκό χώρο, ήτοι προκύπτει ένας μέσος όρος 11.812.387 εκκενώσεων κατ΄έτος. Η μέση ετήσια πυκνότητα εκκενώσεων στην Ευρώπη κυμαίνεται από 0.10 έως 4.0 εκκενώσεις ανά km2, πράγμα που επιβεβαιώνουν και παλαιότερες έρευνες. Στην παρούσα μελέτη γίνεται και ειδική μνεία στη χώρα μας, γι΄αυτό και δίνει περισσότερη έμφαση στο κεντρονανατολικό τμήμα της νότιας Ευρώπης.
Α. Γεωγραφική κατανομή των εκκενώσεων.
Σε ετήσια βάση (βλ. χάρτη 1), οι χαμηλότερες πυκνότητες εκκενώσεων παρατηρούνται στα δυτικότερα και βορειοδυτικότερα τμήματα της ηπείρου μας (η Ισλανδία, η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο), αλλά και τα βόρεια και βορειοανατολικά (Σκανδιναβική Χερσόνησος & Βαλτική Θάλασσα), όπου η πυκνότητα κυμαίνεται μεταξύ 0.10 και 0.70 εκκενώσεις/km2. Αντίθετα, οι υψηλότερες πυκνότητες απαντώνται στην κεντρική ηπειρωτική και δη ορεινή Ευρώπη, καθώς και κατά μήκος των βορείων (ευρωπαικών) ακτών της Μεσογείου, όπου η μέση ετήσια πυκνότητα κυμαίνεται μεταξύ 3.0 και 7.5 εκκενώσεων ανά km2. Οπως βλέπουμε και στο χάρτη, υπερτερούν σαφέστατα οι εκκενώσεις πάνω από την ξηρά, παρά πάνω από τη θάλασσα. Σε πανευρωπαική κλίμακα, η πυκνότητα κορυφώνεται κατά τους θερινούς μήνες όπου η επιφανειακή θέρμανση αποτελεί την κύρια πηγή τροφοδότησης ασταθούς ατμόσφαιρας, με αποτέλεσμα την δημιουργία καταιγίδων.
Όσον αφορά την μέση ετήσια πυκνότητα εκκενώσεων, την πανευρωπαϊκή πρωτιά κατέχει η βόρεια Ιταλία, κατά μήκος του τόξου των νοτίων κλιτύων των Άλπεων περιλαμβάνοντας –από δυσμάς προς ανατολάς– τις επαρχίες του Πιεμόντε, της Λομαβαρδίας, του Τρεντίνου (νότιο Τυρόλο), το βόρειο Βένετο και τέλος της Φριούλι (προς το τριεθνές Ιταλίας-Αυστρίας-Σλοβενίας, βορείως της Τεργέστης), όπου και το πανευρωπαϊκό μέγιστο των 7.9 εκκ./km2 (2008-2012) και 7.1 εκκ./km2 (2008-2013). Αμέσως μετά, ακολουθεί η βόρεια Λομβαρδία και το ιταλόφωνο καντόνιο του Τιτσίνο στην Ελβετία (γραμμή Μιλάνο – Λουγκάνο) με ~7.0/km2.
Άλλες περιοχές με αυξημένη πυκνότητα εκκενώσεων (>3.0/km2) είναι τα (ανατολικά) Πυρηναία, τα Καρπάθια, καθώς και το ορεινό τόξο των νοτίων Διναρικών Άλπεων (Μαυροβούνιο & Αλβανία) καθώς και η νότια προέκτασή τους, η βόρεια Πίνδος στη χώρα μας.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι όσον αφορά τις θαλάσσιες εκτάσεις, την πανευρωπαϊκη πρωτιά κατέχει το (βόρειο) Ιόνιο, με μέση ετήσια τιμή 3.5-4.0/km2, μεταξύ Κέρκυρας και θαλάσσιας μεθορίου Ελλάδας (ΒΔ παράκτιας Θεσπρωτίας)-Αλβανίας (νότιο παράκτιο άκρο επαρχίας Αυλώνος), καθώς και το ΒΑ άκρο της Αδριατικής (θαλάσσιας μεθορίου Ιταλίας-Σλοβενίας).
Χάρτης 1: Mέση ετήσια πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2.
Β. Ενδοετήσια πορεία των εκκενώσεων στην ΝΑ Ευρώπη.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Ο πλέον χειμερινός μήνας του έτους, στην καρδιά του χειμερινού τριμήνου (Δεκέμβριος-Ιανουάριος-Φεβρουάριος), ο Ιανουάριος είναι
ο ψυχρότερος μήνας του έτους στην Ευρώπη και σε ολόκληρο το βόρειο ημισφαίριο. Ενίοτε, όσον αφορά τη μέση θερμοκρασία, μπορεί την πρωτιά να εμφανίσει ο Φεβρουάριος, αλλά στην πλειονότητα, την πρωτιά κατέχει ο Ιανουάριος. Η ηλεκτρική δραστηριότητα είναι πολύ χαμηλή σε ολόκληρη την Ευρώπη, μάλιστα στην ηπειρωτική ζώνη είναι (σχεδόν) ανύπαρκτη, όπως χαρακτηριστικά απεικονίζει και ο χάρτης (2). Η απουσία θερμικής (ηλιακής) ενέργειας καθώς και η ανεπάρκεια διαθέσιμων ατμοσαφιρικών υδρατμών, λειτουργούν αναχαιτιστικά στην δημιουργία και ανάπτυξη των καταιγίδων. Η μεγαλύτερη πυκνότητα εμφανίζεται στην παράκτια ΝΑ Μεσόγειο και πιο συγκεκριμένα στην Ν/ΝΔ παράκτια ζώνη της Τουρκίας, όπου και το πανευρωπαικό μέγιστο μηνός, με τιμή 6.1/km2 για την 5ετία 2008-2012 και 5.8/km2 για την 6ετία 2008-2013. Tα Δωδεκάνησα –και δη η Ρόδος– βρίσκονται εγγύς της ζώνης αυτής, όπου και τα πανελλαδικά μέγιστα, με πυκνότητα 2.5 με 3.0/km2, ακολουθούμενο από το (νότιο) Ιόνιο με 1.5-2.0/km2.
Χάρτης 2: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Ιανουάριο.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Η εικόνα του Φεβρουαρίου είναι παρόμοια με εκείνη του Ιανουαρίου: στην ηπειρωτική Ευρώπη έχουμε (μαζί με τον Ιανουάριο) το ετήσιο ελάχιστο, ήτοι η πυκνότητα των εκκενώσεων κυμαίνεται μεταξύ 0.0 και 0.1/km2, ενώ αντίθετα στη Μεσόγειο υπάρχει ακόμη κάποια δραστηριότητα, με μόνη διαφορά –σε σχέση με τον προκάτοχό του– ότι είναι ακόμη πιο εξασθενημένη. Όπως απεικονίζει και ο χάρτης (3), τιμές >3.0/km2 περιορίζονται στην ΝΔ παράκτια Τουρκία και το ΝΑ άκρο του Αιγαίου (μεταξύ Χίου και Καστελλόριζου), καθώς και στην περιοχή των νοτίων ακτών της Τουρκίας, στο ανατολικό παράκτιο τμήμα της επαρχίας της Αντάλλειας. Η όποια ατμοσφαιρική αστάθεια, τροφοδοτείται ουσιαστικά μόνο από την εξασθενημένη παράκτια σύγκλιση, υποβοηθούμενη από την ορογραφία (νότιες, παράκτιες κλιτύες της οροσειράς του Ταύρου). Σ΄αυτήν την περιοχή εμφανίζεται και το πανευρωπαϊκό μέγιστο ηλεκτρικών εκκενώσεων μηνός: 5.0/km2 (2008-2012) και 5.6/km2 (2008-2013).
Χάρτης 3: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Φεβρουάριο.
ΜΑΡΤΙΟΣ
Εξετάζοντας τον χάρτη (4), βλέπουμε τα πρώιμα, ασθενέστατα μεν, υπαρκτά δε, σημάδια αναζωπύρωσης των ηλεκτρικών πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη. (κυμαίνονται μεταξύ 0.1 και 0.4/km2). Hφθίνουσα πορεία των ηλεκτρικών στη Μεσόγειο συνεχίζεται και τον Μάρτιο, όπου η παράκτια ζώνη της εμφανίζει το ετήσιο ελάχιστο. Αντίθετα, παρατηρείται μια πρώτη αναζωπύρωσή τους πάνω από την ιταλική χερσόνησο, καθώς και τη νότια βαλκανική (ελλαδικός ηπειρωτικός κορμός). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Μάρτιος είναι ο πρώτος μήνας του έτους που παρατηρείται μια ελαφρά αύξηση των ηλεκτρικών εκκενώσεων, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, εμφανίζει το ελάχιστο έτους. Η πανερωπαϊκή πρωτιά εντοπίζεται ανοικτά των ακτών της Ηπείρου, πιο συγκεκριμένα μεταξύ Κέρκυρας και Λευκάδας, με τιμή 4.4/km2 (2008-2012) και 5.6/km2 (2008-2013), καθώς και τη νότια Αδριατική, στα βόρεια Ακροκεραύνια Όρη της Αλβανίας.
Χάρτης 4: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Μάρτιο.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Σε σχέση με τον Μάρτιο, ο Απρίλιος εμφανίζει αξιοσήμειωτη μεταβολή στην πυκνότητα των ηλεκτρικών εκκενώσεων, στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης. Η μεγαλύτερη πυκνότητά τους μεταφέρεται τώρα πάνω από την ξηρά (βλ. χάρτη 5), ενώ στις θαλάσσιες και παράκτιες περιοχές της Μεσογείου καταγράφεται το ελάχιστο έτους, όπου τα τελευταία υπολείμματα του νότιου θερμοσυσσωρευτή της Ευρώπης έχουν πλέον εξαντληθεί εντελώς. Επιπλέον, η σταδιακή άνοδος της θερμοκρασίας στην περιοχή (πάνω από την ψυχρή Μεσόγειο), ευνοεί τη δημιουργία ατμοσφαιρικής ευστάθειας.
Η ηπειρωτική Ευρώπη, θερμαινόμενη πλέον από την αύξηση της ηλιακής ενέργειας, αποτελεί την κύρια πηγή τροφοδότησης της ατμοσφαιρικής αστάθειας, καθώς το θερμό παρεδάφιο στρώμα αέρα, κάτω από τον σχετικά ψυχρότερο υπερκείμενο αέρα δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση καταιγίδων.
Το πανευρωπαϊκό μέγιστο Απριλίου εμφανίζεται στις ΝΑ κλιτύες των Πυρηναίων (εκτός σκοπιάς χάρτη), με τιμή 5.6/km2 (2008-2012) και 5.4/km2 (2008-2013) και ακολουθεί η κεντρική, εσωτερική ιταλική χερσόνησος με 3.5-4.0/km2.
Χάρτης 5: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Απρίλιο.
ΜΑΙΟΣ
Η αύξηση των ηλεκτρικών εκκενώσεων που παρατηρήθηκε τον Απρίλιο, συνεχίζεται –σε καλπάζουσα μάλιστα μορφή– και τον Μάιο (βλ. χάρτη 6). Οι ηλεκτρικές εκκενώσεις μετακινούνται βορειότερα στην Ευρώπη και κάνουν επίσης την πρώτη –αξιόλογη– εμφάνισή τους μέχρι και την Σκανδιναβία. Ωστόσο, η ζώνη των αυξημένων ηλεκτρικών εντοπίζεται στην κεντρική ηπειρωτική Ευρώπη (μεταξύ 40ου και 50ου παράλληλου), με πανευρωπαϊκή πρωτιά στην (δυτική) Ρουμανία, με τιμή 14.0/km2 (2008-2012) και 13.2 (2008-2013) και ακολουθεί η ΝΔ Γερμανία (κρατίδιο Βάδης Βυττεμβέργης), ενώ αρχίζει να ενισχύεται και το πανευρωπαϊκό ετήσιο μέγιστο στο τριεθνές Ιταλία-Σλοβενία-Αυστρία.
Στη χώρα μας, τα μέγιστα εμφανίζονται στην κεντροβόρεια και ορεινή της ζώνη (από Στερεά Ελλάδα και βορειότερα) και το μεγαλύτερο ανάπτυγμά του εντοπίζεται κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, με τιμές μεταξύ 6.0 και 9.0/km2.
Χάρτης 6: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Μάιο.
ΙΟΥΝΙΟΣ
Ο Ιούνιος εμφανίζει τα χαρακτηριστικά του Μαίου, αλλά ακόμη πιο ενισχυμένα, μάλιστα σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, ιδίως στην κεντροβόρεια Βαλκανική, παρατηρούνται και τα ενδοετήσια μέγιστα (χάρτης 7). Ρουμανία, Βουλγαρία και (ανατολική) Σερβία καταγράφουν τα πανευρωπαϊκά μέγιστα ηλεκτρικών εκκενώσεων, με μέγιστη τιμή 23.5/km2 (2008-2012) και 21.4/km2 (2008-2013) κατά μήκος των Τρανσυλβανικών Άλπεων. Σημαντική αύξηση εμφανίζει και η βόρεια Ιταλία, καθώς και κεντροανατολική ηπειρωτική Ευρώπη (Αυστρία, Σλοβακία, Τσεχία και η νότια Πολωνία).
Όσον αφορά τον ελλαδικό χώρο, η μεγαλύτερη πυκνότητα εκκενώσεων εμφανίζει η (εσωτερική) κεντροανατολική Μακεδονία (νομός Δράμας), με πανελλαδικό μέγιστο περί τις 12.0-15.0/km2, ακολουθούμενη από τη Δυτική Μακεδονία και εσωτερική Ήπειρο, με τιμές 5.0-7.0/km2. Hδραστική μείωση των εκκενώσεων πάνω από τη θάλασσα, οφείλεται στο γεγονός της επικράτησης ευσταθών ατμοσφαιρικών συνθηκών, των θερμότερων αερίων μαζών πάνω από την ψυχρότερη Μεσόγειο.
Χάρτης 7: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Ιούνιο.
ΙΟΥΛΙΟΣ
Τον θερμότερο μήνα του έτους συμπίπτει με το ενδοετήσιο μέγιστο ηλεκτρικών εκκενώσεων πάνω από την ήπειρό μας. Η γεωγραφική κατανομή τους μοιάζει με εκείνη του Ιουνίου, με μόνη διαφορά, όπως απεικονίζει ο χάρτης 8, ότι η μέγιστη πυκνότητά τους εμφανίζει τη μέγιστη προς βορρά μετανάστευσή τους. Πλέον, τα πανευρωπαϊκά μέγιστα εντοπίζονται βορείως του 45ου παραλλήλου και πιο συγκεκριμένα, στη ζώνη μεταξύ 45ο00΄ και 50ο00΄βόρειο πλάτος. Έτσι λοιπόν καταγράφονται τα μέγιστα στις (νότιες) κλιτύες των Άλπεων, στα (βόρεια) Καρπάθια, την Πολωνία, Ουκρανία, καθώς και τις όμορες προς αυτές χώρες (Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία και Μολδαβία).
Ο χάρτης απεικονίζει τα δύο ενδοετήσια, τα οποία είναι παράλληλα και ετήσια πανευρωπαϊκά μέγιστα (τριεθνές Ιταλία-Σλοβενία-Αυστρία & άξονας Μιλάνο-Λουγκάνο, στα ιταλοελβετικά σύνορα), με μέγιστη τιμή Ιουλίου 42.0/km2 (2008-2012) και 40.2/km2 (2008-2013).
Στη χώρα μας, το σκηνικό του Ιουλίου μοιάζει με εκείνο του Ιουνίου: τα μέγιστα παρατηρούνται στην εσωτερική και ορεινή Β & ΒΑ χώρα (ιδίως ο νόμος Δράμας), όπου και τα πανελλαδικά μέγιστα των 8.0-12.0/km2.
Χάρτης 8: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Ιούλιο.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος εμφανίζει τα πρώτα σημάδια εξασθένισης των ηλεκτρικών εκκενώσεων (βλ. χάρτη 8), αν και η συχνότητά τους παραμένει υψηλή, δεδομένου ότι ερχόμαστε από τον μήνα των μέγιστων (Ιούλιος). Η θερμοκρασία αέρος ξεπέρασε τα όρια κορύφωσής της και αρχίζει την προοδευτική της πτώση, η οποία παρατηρείται μεταξύ 15 και 20 του μηνός, Η πτώση εξυπακούεται πως γίνεται πιο αισθητή στην βόρεια Ευρώπη. Η προοδευτική πτώση της θερμοκρασίας, καθώς και η προοδευτική εξασθένιση της ηλιακής ενέργειας, έχει ως συνέπεια την προοδευτική μείωση της πυκνότητας των ηλεκτρικών εκκενώσεων στην ήπειρό μας.
Τα πανευρωπαϊκά μέγιστα συνεχίζουν να εντοπίζονται στις κότιες κλιτύες των Άλπεων, όπως ακριβώς τον Ιούλιο, με μόνη διαφορά, ότι το κύριο μέγιστο εμφανίζεται στα ιταλοελβετικά σύνορα (άξονας Μιλάνο-Λουγκάνο), με τιμή 30.9/km2 (2008-2012) και 26.2/km2 (2008-2013), σπρώχνοντας σε δεύτερη θέση το τριεθνές Ιταλίας-Σλοβενίας-Αυστρίας. Επιπλέον, σταδιακή αύξηση ηλεκτρικής δραστηριότητας εμφανίζει η κεντρονότια ορεινή Γαλλία (CentralMassif), καθώς και η ΒΑ ηπειρωτική Ισπανία (δεν απεικονίζει ο χάρτης).
Στη χώρα μας, οι εκκενώσεις προτιμούν σχεδόν αποκλειστικά την βόρεια, ορεινή ενδοχώρα (5.0-7.0/km2) αλλά εμφανίζει μια αξιοσημείωτη αύξηση η ζώνη ανατολικής Μαγνησίας – Σποράδων.
Χάρτης 9: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Αύγουστο.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Όσον αφορά την γεωγραφική ανακατανομή των ηλεκτρικών εκκενώσεων, ίσως η πλέον εντυπωσιακή ενδοετήσια αλλαγή παρατηρείται από τον Αύγουστο προς τον Σεπτέμβριο. Ενώ η βόρεια Ευρώπη βλέπει να θεαματική μείωση, η νότια (Μεσογειακή) βλέπει μια θεαματική αύξηση των ηλεκτρικών εκκενώσεων, ιδίως κατά μήκος των παράκτιων περιοχών της. Η προοδευτική ψύχρανση της ατμόσφαιρας, καθώς επεκτείνεται προοδευτικά στα νοτιότερα και πλέον πολύ θερμότερα νερά της Μεσογείου, συμβάλλει στη δημιουργία ισχυρών καταιγίδων. Η διείσδυση ψυχροτέρων αερίων μαζών στη Μεσόγειο, ακολουθεί τη διαδρομή από δυσμάς προς ανατολάς, γι΄αυτόν τον λόγο, τα ηλεκτρικά φαινόμενα είναι σαφώς πιο πυκνά στην δυτική και κεντρική Μεσόγειο, ενώ αντίθετα, η ανατολική Μεσόγειος θυμίζει ακόμη όψιμα θερινά χαρακτηριστικά. Όπως βλέπουμε στον χάρτη 10, το μέγιστό τους –που είναι παράλληλα πανευρωπαϊκό μέγιστο– εμφανίζεται στο ΝΑ Ιόνιο Πέλαγος με τιμή 26.0/km2 (2008-2012) και 22.1 (2008-2013) και πιο συγκεκριμένα εντοπίζεται στο θαλάσσιο χώρο του νοτίου Ιονίου, μεταξύ Κεφαλονιάς και Στροφάδων (νοτίως της Ζακύνθου), αλλά και τις ακτές του νομού Ηλείας. Ακολουθούν το δυτικό Ιόνιο (ανατολικές ακτές Καλαβρίας & ΒΑ Σικελίας) καθώς και οι ΝΑ ακτές της Αδριατικής, κατά μήκος των (νοτίων) ακτών της Κροατίας και του Μαυροβουνίου.
Χάρτης 10: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Σεπτέμβριο.
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
Ο Οκτώβριος συνεχίζει το σκηνικό που έστησε ο Σεπτέμβριος: Στην ηπειρωτική Ευρώπη, η συχνότητα των ηλεκτρικών συνεχίζει αμείωτη, ενώ αντιθέτως, τα ηλεκτρικά φαινόμενα της Μεσογείου κυριαρχούν πλήρως. Το μέγιστο εντοπίζεται και πάλι στο Ιόνιο και μάλιστα –σε σχέση με τον Σεπτέμβριο– κυριαρχεί στο ανατολικό του τμήμα, συμπεριλαμβάνοντας τούτη τη φορά και την ΝΑ Αδριατική (κυρίως τις νότιες ακτές της Αλβανίας). Πιο συγκεκριμένα, η ζώνη από ανοικτά των Ακροκεραυνίων Ορέων μέχρι την βόρεια Κεφαλονιά (με κέντρο την Κέρκυρα και τους Παξούς) καταγράφει τη μέγιστη πυκνότητα μηνός πανευρωπαϊκά, με τιμή 22.5/km2 (2008-2012) και 19.0/km2 (2008-2013).Άλλες, δευτερεύουσες περιοχές αυξημένων ηλεκτρικών είναι η παράκτια επαρχία –και ομώνυμος Κόλπος– της Αντάλλειας, στη νότια παραθαλάσσια ζώνη της Τουρκίας (ΒΔ της Κύπρου), το νότιο Τυρρηνικό Πέλαγος, καθώς και η νότια ακτογραμμή της Σικελίας (ΒΔ της Μάλτας).
Χάρτης 11: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Οκτώβριο.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Τον Νοέμβριο, η ηλεκτρική δραστηριότητα πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη είναι σχεδόν μηδενισμένη, ενώ και πάλι, όπως ο Οκτώβριος, κυριαρχεί πάνω από τη σχετικά θερμή Μεσόγειο. Παρότι κυρίαρχη, εμφανίζει και αυτή μια πρώτη τάση κόπωσης και εξασθένισης. Η πυκνότητα των ηλεκτρικών, το μήνα αυτό είναι σαφώς πιο μειωμένη, σε σχέση με τον προκάτοχό του και τα μέγιστά τους εντοπίζονται στις παράκτιες περιοχές των μεσογειακών χερσονήσων. Ωστόσο, για τρίτο διαδοχικό μήνα, την πανευρωπαϊκή πρωτιά κατέχει το ανατολικό Ιόνιο Πέλαγος, ιδίως το κεντροβόρειο τμήμα του, με μέγιστη πυκνότητα 20.1/km2 (2008-2012) και 17.1/km2 (2008-2013), στα ανοικτά του, μεταξύ ΒΔ Πελοποννήσου και νότιας Καλαβρίας. Όσον αφορά τις παράκτιες ζώνες, την πρωτιά κατέχει η ακτογραμμή της Ηπείρου, καθώς και Η ζώνη μεταξύ Κέρκυρας και Λευκάδας (7.0 – 11.0/km2). Μείωση στα ηλεκτρικά εμφανίζει η ανατολική Αδριατική, ενώ αντίθετα, η δυτική ακτογραμμή της Ιταλίας, από τη Γένοβα μέχρι τη Μεσσήνα της Ιταλίας είναι πιο ενεργή. Άλλες άξιες αναφοράς περιοχές είναι η θαλάσσια ζώνη δυτικά της Μάλτας, αλλά και μεταξύ Καρπάθου και Ρόδου, με τιμές 6.0 – 8.0/km2.
Χάρτης 12: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Νοέμβριο.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Ο ενδοετήσιος κύκλος κλείνει με τον Δεκέμβριο, τον μήνα που θυμίζει αρκετά τον Ιανουάριο. Η ηπειρωτική Ευρώπη βαίνει προς το ελάχιστο έτους, τόσο θερμοκρασιακά, όσο και ηλεκτρικά, ενώ σαφή σημάδια κόπωσης εμφανίζει και η Μεσόγειος, λόγω της προοδευτικής ψύχρανσης των νερών της. Όπως δείχνει και ο χάρτης 13, η δυτική Μεσόγειος εμφανίζει σαφή μείωση, ενώ αντίθετα, η ανατολική (από Αιγαίο και ανατολικότερα) εμφανίζεται ηλεκτρικά, ελαφρώς πιο δραστήρια απ΄ότι ο προκάτοχος μήνας. Αυτή η προοδευτική μετατόπιση προς ανατολάς, οφείλεται στο γεγονός ότι οι θάλασσες της ανατολικής Μεσογείου κρατούν περισσότερα θερμικά αποθέματα απ΄ότι της δυτικής Μεσογείου. Τα μέγιστα μηνός, που είναι και πανευρωπαϊκά, εντοπίζονται τώρα στο ανατολικό Αιγαίο και πιο συγκεκριμένα μεταξύ Λέσβου και Δαρδανελλίων (πυκνότητα 9.7/km2 την 5ετία 2008-2012 και 8.1/km2 για την 6ετία 2008-2013). Φαίνεται επίσης στο χάρτη, η σχετικά αυξημένη ηλεκτρική δραστηριότητα στη Θάλασσα του Λεβάντε (γύρω από την Κύπρο). Δευτερεύον μέγιστο εντοπίζεται στο ανατολικό Ιόνιο, στην παράκτια Ήπειρο, αλλά σαφώς πιο εξασθενημένο σε σχέση με εκείνη του Νοεμβρίου.
Χάρτης 13: μέση πυκνότητα ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά km2 τον Δεκέμβριο.
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΕΚΚΕΝΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Η μέση μηνιαία κατανομή των ηλεκτρικών εκκενώσεων στην Ευρώπη φαίνεται από το παρακάτω ιστόγραμμα (σχ. 1). Όπως είπαμε και στην αρχή της μελέτης, την 5ετία 2008-2012 κατεγράφησαν συνολικά 59.061.985 ηλεκτρικές εκκενώσεις. Εξυπακούεται πως η κατανομή αυτή δεν είναι ομοιόμορφη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως είδαμε, στη βόρεια Ευρώπη τα ηλεκτρικά εμφανίζονται από την Άνοιξη και μετά, ενώ αντίθετα, η Μεσόγειος συνεχίζει την ηλεκτρική δραστηριότητα το χειμώνα, την εποχή δηλαδή που στην ηπειρωτική Ευρώπη είναι σχεδόν μηδενισμένη.
Σχήμα 1: ιστόγραμμα μέσου μηνιαίου αριθμού ηλεκτρικών εκκενώσεων για την 5ετία 2008 – 2012.
Το παρακάτω σχήμα (2), ουσιαστικά υποδιαιρεί το ιστόγραμμα (1), σε 4 γεωγραφικές ζώνες: α) νότια, β) κεντρονότια, γ) κεντροβόρεια και δ) βόρεια Ευρώπη, ώστε να φανούν πιο καθαρά οι διαφορές των ηλεκτρικών εκκενώσεων, τόσο στο χώρο (κατά γεωγραφικό πλάτος), όσο και το χρόνο (μέση μηνιαία πορεία).
Σχήμα 2: Μέση κατανομή των ηλεκτρικών εκκενώσεων ανά ζώνες γεωγραφικών πλατών.
Όπως μπορεί να δει κανείς, υπάρχουν σαφείς διαφορές στο χώρο και το χρόνο της κατανομής των ηλεκτρικών εκκενώσεων πάνω από την ήπειρό μας. Για παράδειγμα, η ενδοετήσια κύμανση της ζώνης της νότιας Ευρώπης (ζώνη α, μεταξύ 30ο00΄ - 40ο00΄ β. πλ.) διαφέρει σημαντικά από τις υπόλοιπες, αλλά και από την γενική, πανευρωπαϊκή κύμανση του ιστογράμματος (1). Κατά τη διάρκεια του χειμώνα (ΔΙΦ), άνοιξης (ΜΑΜ) θέρους (ΙΙΑ), ο μέσος αριθμός εκκενώσεων κυμαίνεται μεταξύ 100.000 και 300.000, με μια ελαφριά αύξηση κατά τους εαρινούς μήνες (κυρίως τον Μάιο). Όμως, κατά τους φθινοπωρινούς μήνες έχουμε μια ισχυρή αύξηση του μέσου αριθμού εκκενώσεων, ξεπερνώντας τις 700.000. Επιπλέον στην ίδια ζώνη (α), ο Ιούλιος σχηματίζει δευτερεύον ελάχιστο (με πρωτεύον ελάχιστο τον Φεβρουάριο), ενώ αντίθετα, στις υπόλοιπες ζώνες της Ευρώπης, ο εν λόγω μήνας σχηματίζει πρωτεύον και μάλιστα ισχυρό μέγιστο. Το σύνολο των εκκενώσεων την 5ετία 2008-2012 στη ζώνη (α) ήταν 17.182.260, ήτοι μ.ο. 3.436.452/έτος. Πρωτεύον μέγιστο στη ζώνη αυτή εμφανίζει ο Σεπτέμβριος, με μ.ο. 715.886 εκκενώσεις, καλύπτοντας το 20.8 % του μέσου ετήσιου συνόλου.
Η ζώνη (β), (μεταξύ 40ο00΄και 50ο00΄ β. πλ.) καλύπτει ένα σημαντικό τμήμα της ηπειρωτική μάζας της Ευρώπης, εμφανίζοντας συνεπώς τον μεγαλύτερο αριθμό εκκενώσεων απ΄όλες τις ζώνες. Όπως φαίνεται στο ιστόγραμμα του σχήματος (2), το πρωτεύον μέγιστο Ιουλίου είναι χαρακτηριστικότατο και πιο ευδιάκριτο απ΄ότι το μέσο πανευρωπαϊκό (σχ. 1). Το σύνολο των εκκενώσεων την 5ετία 2008-2012 στη ζώνη (β) ήταν 29.013.075, ήτοι μ.ο. 5.802.615/έτος.Πρωτεύον μέγιστο στη ζώνη αυτή εμφνίζει ο Ιούλιος, με μ.ο. 1.528.673 εκκενώσεις, καλύπτοντας το 26.3 % του μέσου ετήσιου συνόλου.
Η ζώνη (γ), μεταξύ 50ο00΄ και 60ο00΄β. πλ) δείχνει επίσης το πρωτεύον ιουλιανό μέγιστο, αλλά το σύνολο των εκκενώσεών του είναι σχεδόν μισό σε σχέση με εκείνο της ζώνης (β). Επίσης, ο μέσος αριθμός εκκενώσεων μεταξύ Οκτωβρίου και Μαρτίου, είναι πάρα πολύ χαμηλός. Οι ψυχρότερες αέρις μάζες στα πλάτη αυτά δρουν αναχαιτιστικά στη δημιουργία και εκδήλωση καταιγίδων. Το σύνολο των εκκενώσεων την 5ετία 2008-2012 στη ζώνη (γ) ήταν 11.576.965, ήτοι μ.ο. 2.315.393/έτος. Πρωτεύον μέγιστο στη ζώνη αυτή εμφανίζει ο Ιούλιος, με μ.ο. 885.430 εκκενώσεις, καλύπτοντας το 38.2 % του μέσου ετήσιου συνόλου.
Τέλος, στη ζώνη (δ), (μεταξύ 60ο00΄ και 70ο00΄ β. πλ.) βλέπουμε την εντυπωσιακή μείωση των μέσων ετήσιων εκκενώσεων σε σχέση με τις προηγούμενες γεωγραφικές ζώνες. Το ιουλιανό μέγιστο παραμένει, είναι ωστόσο σχεδόν το 1/10 του αντίστοιχου μήνα της ζώνης (β). Σε τούτη τη ζώνη, η περίοδος των καταιγίδων περιορίζεται το πολύ σε 3 με 4 μήνες (τους θερμότερους του έτους), ενώ σχεδόν το 50 % του μέσου ετήσιου συνόλου παρατηρείται τον Ιούλιο. Το σύνολο των εκκενώσεων την 5ετία 2008-2012 στη ζώνη (γ) ήταν 1.289.680, ήτοι μ.ο. 257.936/έτος. Πρωτεύον μέγιστο στη ζώνη αυτή εμφανίζει επίσης ο Ιούλιος, με μ.ο. 129.896 εκκενώσεις, καλύπτοντας το 50.4 % του μέσου ετήσιου συνόλου.
Επιμέλεια – παρουσίαση – σχεδιασμός: Weerman (Ιωάννης Γιαλαμάς)
Βιβλιογραφία:
A European lightning density analysis using 5 years of ATDnet Data. G. Anderson & D. Klugmann
A European lightning density analysis using 6 years of ATDnet Data. Graeme Anderson & Dirk Klugmann