Η κλιματολογία των ετησίων ανέμων
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 08 Ιούλιος 2014
- Συντάχθηκε από τον/την Weerman
- Προβολές: 9686
Η ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΑΝΕΜΩΝ
Στο παρόν άρθρο/μελέτη, θα περιγράψουμε τον μηχανισμό των ετησίων ανέμων, τις ατμοσφαιρικές συνθήκες που οδηγούν στην εκδήλωσή τους, τη συχνότητά τους καθώς και τις μεταβολές που έχουν παρατηρηθεί όσον αφορά την ένταση και τη διάρκειά τους.
Ως όρος, οι Ετησίες Ανεμοι (αγγλικά: EtesianWinds, διεθνώς καθιερωμένος όρος στους κύκλους των κλιματολόγων), έλκει την καταγωγή του, αυτούσια από τον αντίστοιχο αρχαιοελληνικό όρο ‘ετησίας’ (πληθ. ετησίες), ο οποίος αναφέρεται συχνάκις από τους αρχαίους Ελληνες συγγραφείς. Ο όρος υποδηλώνει την σταθερή εμφάνισή τους κάθε έτος. Η νεοελληνική γλώσσα ωστόσο –επηρεασμένη από πλήθος τουρκογενών όρων– προτιμά τον όρο ‘μελτέμι’, εκ του τουρκικού ‘meltem’ που σημαίνει ‘θαλάσσιος άνεμος’, μιας και το ρεύμα των ανέμων αυτών επηρεάζει τη δυτική (αιγαιακή) ακτογραμμή της Τουρκίας.
Η θερινή ατμοσφαιρική κυκλοφορία στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (ΑΜ), χαρακτηρίζεται από δεσπόζοντες βοριάδες, ενεργοποιούμενοικατά τη θερινή περίοδο, μέσω της ισχυρής ζωνικής διαβάθμισης της ατμοσφαιρικής πίεσης (βαροβαθμίδα) ανάμεσα στην παρουσία υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων στην δυτική και κεντρική Ευρώπη και τη σκάφη χαμηλών πιέσεων στην Περσία, η οποία ουσιαστικά αποτελεί δυτική προέκταση του μαζικού ασιατικού χαμηλού, το οποίο σχηματίζει το θερμικό χαμηλό της Ανατολίας (σχήμα 1).
Σχήμα 1: Κλιματολογία Ιουλίου μέσης ατμοσφαιρικής πίεσης στην επιφάνεια της θάλασσας (MSLP) και η διέυθυνση των ανέμων (τόξα) στο ύψος των 1000 hPa.
Η ρηχή οριζόντια μεταφορά ψυχρών αερίνω μαζών που φέρουν οι ετησίες, μετριάζουν σε εντυπωσιακό βαθμό τις υψηλές θερινές θερμοκρασίες και το αίσθημα της δυσφορίας στην υπό εξέταση γεωγραφική περιοχή. Ο καναλισμός τους ενισχύεται και από την αδιαβατική θέρμανσή τους, που έχει ως αποτέλεσμα την αποτροπή σχηματισμού νεφώσεων (νεφοδιάλυση), το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τον ιδιαίτερα αίθιο, λαμπρό και φωτεινό ουρανό, ένα ιδιαίτερο γνώρισμα του Μεσογειακού κλίματος, ιδίως του Αιγαίου, κατά τη διάρκεια του θέρους.
Οι ετησίες ουσιαστικά ελέγχουν σε αποφασιστικό βαθμό το κλίμα της ΑΜ, καθώς επίσης κινητοποιούν και τη ροή των θαλασσίων μαζών στη Λεκάνη του Λεβάντε (θαλάσσια ρεύματα). Ισχυρά επεισόδια ετησίων πυροδοτούν επίσης την ανάφλεξη πυρκαγιών, οι οποίες επιβαρύνουν την ποιότητα του αέρα και τα παρεδάφια οικοσυστήματα της περιοχής. Επιπλέον, οι ετησίες εμποδίζουν δραστικά την προς βορρά μεταφορά σκόνης από την έρημο της Σαχάρας, ενώ η μόλυνση του ατμοσφαιρικού αέρα των αστικών συγκροτημάτων διασκορπίζεται στα επίπεδα ποιότητας αέρα της εξοχής.
Η υποτροπιάζουσα φύση της κυκλοφορίας στην ΑΜ οφείλεται στην κλιματική σταθερότητα του μουσωνικού σινιάλου. Η μεγάλης κλίμακας κυκλοφορία που ως υπόβαθρο στήνεται κάθε καλοκαίρι από τον μουσώνα, ελέγχει την σταθερή εμφάνιση της περσικής σκάφης και ως εκ τούτου συντελεί στη συνεισφορά του κέντρου χαμηλών πιέσεων της Μέσης Ανατολής (και Κύπρου) , οπότε και εδραιώνεται η ισχυρή διαβάθμιση πίεσης πάνω από την ΑΜ, υποκινώντας τους Ετησίες. Πολλές προηγούμενες έρευνες τόνιζαν τη σημασία του αντικυκλωνικού κέντρου πάνω από τη Βαλκανική, καθώς και του ρόλου του στην εδραίωση της ισχυρής διαβάθμισης της πίεσης και των Ετησίων στην ΑΜ. Η χαρακτηριστική τοπογραφία της ΑΜ και της Μέσης Ανατολής, λειτουργεί ενισχυτικά στην κυκλοφορία που επιβάλλει ο μουσώνας. Το βόρειο ρεύμα υποστηρίζεται και ενισχύεται μέσω τοπογραφικών διόδων, όπως είναι το Αιγαίο Πέλαγος, όπου η ταχύτητα του ανέμου συχνά ξεπερνά τα 15 m/sec, με ριπές άνω των 20-25 m/sec. Κλιματολογικά, οι Ετησίες είναι ΒΑ στο Βόρειο Αιγαίο, Β στο Κεντρικό Αιγαίο και ΒΔ συνιστώσας στο Νότιο Αιγαίο. Το ρεύμα των Ετησίων σχηματίζει ουσιαστικά ένα ‘δαχτυλίδι’ στο δυτικό τμήμα της Χερσονήσου της Ανατολίας (Τουρκία), το οποίο εκτείνεται από τη Μαύρη Θάλασσα (προς βορράν) μέχρι την Κύπρο (προς νότο). Οι Ετησίες είναι σαφώς πιο εξασθενημένοι πάνω από τις ηπειρωτικές εκτάσεις, ενώ διατηρούν κάποια ισχύ πάνω από το Ιόνιο, ιδίως στο νότιο τμήμα του, αν και από κει πνέεουν από ΒΔ διευθύνσεις. Στην Αδριατική Θάλασσα, το ασθενές βόρειο ρεύμα αλληλεπιδρά με την θαλάσσια και απόγειο αύρα, ενώ πολύ νοτιότερα, οι Ετησίες πνέεουν ανεμπόδιστα προς το μουσωνικό σύστημα στην ζώνη του Σαχέλ (νοτίως του Τροπικού του Καρκίνου). Καθ΄ύψος, η χαρακτηριστική δακτυλοειδής κυκλοφορία των επιφανειακών ανέμων σβήνει σταδιακά στο ύψος των 850 hPa, συνέπεια της εξασθενημένης επίδρασης που ασκεί το ανάγλυφο. Αν και το ρεύμα αποκτά μια περισσότερο δυτική διεύθυνση όσο ανεβαίνουμε σε ύψος, διατηρεί ωστόσο τη βόρεια συνιστώσα του μέχρι περίπου το ύψος των 500 hPa. Συνεπώς, οι Ετησίες δεν είναι και τόσο ‘ρηχοί’ (επιφανειακοί) άνεμοι, όπως συχνά υποστηρίζεται. Η αλληλεπίδραση του ρεύματος με την περίπλοκη τοπογραφία του Αιγαίου συχνά τροποποιεί το ρεύμα ισχυρότατο καναλισμό, τύπου χωνιού, ανάμεσα στα στενά των νησιών, τα οποία είναι καθιστούν επικίνδυνη την ναυσιπλοία ή αντίθετα, μειώνουν αισθητά το ρεύμα τους μεγάλα ορεινά νησιά, όπως είναι π.χ. η Κρήτη.
Πάνω από το Αιγαίο, οι ετησίες χαρακτηρίζονται από επαναλαμβανόμενες περιόδους σφοδρών, έως θυελλωδών βορείων ανέμων, που ανά διαστήματα διακόπονται από ηπιότερα και ασθενέστερα επεισόδια. Στην παρούσα έρευνα ταυτοποιούμε και εξετάζουμε τα επεισόδια ισχυρών Ετησίων ή αλλιώς ‘ξεσπάσματα Ετησίων’. Ποικίλες μέθοδοι έχουν εφαρμοστεί ώστε να ταυτοποιηθούν οι περιπτώσεις διαβαθμίσεων των πιέσεων (βαροβαθμίδες), όπως και έχουν υιοθετηθεί ποικίλες στατιστικές μέθοδοι, ερευνώντας τη σημασία του αντικυκλωνικού κέντρου πάνω από την Κεντρική Ευρώπη, ώστε να ταυτοποιηθεί το καθεστώς των Ετησίων. Ανεμολογικές παρατηρήσεις του ΕΑΑ Αθηνών συνήθιζαν να καθορίζουν μια ημέρα Ετησίων όταν το βόρειο ρεύμα ανέμου πάνω από την Αθήνα υπερίσχυε του τοπικού νοτίου ανέμου (θαλάσσιας αύρας).
Η παρούσα ανάλυση βασίζεται στην ERA – 40 dataset (40ετής ανάλυση της EuropeanCentreforMedium-RangeWeatherForecasts (ECMFW) και περιλαμβάνει 6ωρες αναλύσεις της MSLP (μέσης ατμοσφαιρικής πίεσης στην επιφάνεια της θάλασσας), γεωδυναμικό ύψος, θερμοκρασία άνεμο καθώς και επίπεδα πίεσης καθ΄ύψος στην τροπόσφαιρα. Η ανάλυση είναι προιόν 45 καλοκαιριών, της περιόδου 1958 – 2002. Κατασκευάστηκαν ημερήσιοι δείκτες ώστε να ποσοτικοποιηθεί η ένταση των βοριάδων στο Αιγαίο. Αποκλείστηκαν μικρής κλίμακας τοπογραφικοί παράγοντες, προκειμένου να καταδειχθούν οι συνοπτικής κλίμακας όψεις της ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας.
Σχήμα 2: Μέση ταχύτητα ανέμου στο ύψος των 1000 hPa (a), 925 hPa (b), 850 hPa (c) και 700 hPa (d)
Οι Ετησίες χαρακτηρίζονται από ισχυρή μεταβλητότητα με ξεσπάσματα διάρκειας πάνω από μια εβδομάδα, όπου διακόπτονται από πιο γαλήνιες περιόδους. Οταν εξασθενούν, το ρεύμα χαλαρώνει προς μια περισσότερη δυτική διεύθυνση, ενώ κατά την κορύφωσή τους, ο άνεμος τείνει να πνέει από τα ΒΑ. Ξεσπάσματα Ετησίων μπορούν κάλλιστα να εμφανιστούν προς το Σεπτέμβριο, ακόμη καιτις αρχές Οκτωβρίου. Η φθίνουσα πορεία τους προς το τέλος Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου εξηγεί την τάση εξασθένησης της έντασής τους. Η συνεπακόλουθη αντιστροφή αυτής της τάσης προαναγγέλει τη μετάβαση προς το χειμερινό καθεστώς κυκλοφορίας της ατμόσφαιρας. Η επαναφορά ισχυρών ταχυτήτων καθώς και μεταβλητότητα στις διευθύνσεις των ανέμων αποτελεί υπαινιγμό ότι ορισμένα από τα επεισόδια του τέλους του Σεπτεμβρίου – αρχών Οκτωβρίου μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως ‘υβριδικά’ξεσπάσματα Ετησίων. Παρομοίως, ορισμένα επεισόδια του Ιουνίου δε μπορούν αυστηρά να κατηγοριοποιηθούν ως ‘γνήσια’ ξεσπάσματα Ετησίων. Το σχήμα (3) δείχνει πολύ καθαρά ότι περιστατικά ανατολικών και νοτίων διευθύνσεων ανέμων κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου είναι εξαιρετικά σπάνια, αν όχι αδύνατα. Η αυξημένη πυκνότητα για υψηλότερες ταχύτητες σε διασπορά, η οποία φθάνει σε μέγιστα 5-6 m/secαποτελεί μία από τις κύριες εκδηλώσεις του καθεστώτος των Ετησίων ανέμων. Αυτό το χαρακτηριστικό τους τονίζεται το δίμηνο Ιούλιος-Αύγουστος, όπου κορυφώνεται η ισχύς τους. Δείχνει επίσης ότι καθόσον ενισχύονται, αποκτούν μια περισσότερο ανατολική συνιστώσα, σε συμφωνία με το σχήμα (2).
Σχήμα 3: Κατανομή πυκνότητας (%) της μέσης ημερήσιας ταχύτητας ανέμου, ανά γεωγραφική ζώνη (ΑΕG: σύνολο Αιγαίου Πελάγους, NAEG: Βόρειο Αιγαίο, SAEG: Νότιο Αιγαίο, sEM: Ανατολική Μεσόγειος, ανατολικά της Δωδεκανήσου, sWM: Δυτική Μεσόγειος, από Τυρρηνικό Πέλαγος και δυτικότερα). Η οριζόντια, χρωματικά διαβαθμισμένη μπάρα αντιπροσωπεύει το ποσοστό των περιστατικών ‘ξεσπασμάτων’ των Ετησίων Ανέμων, η κάθετη διακεκομμένη γραμμή ορίζει τη ζώνη των ανέμων του βορείου τομέα (ΒΔ-Β-ΒΑ), ενώ η οριζόντια διακεκομμένη γραμμή ορίζει το χρονικό διάστημα 15 Μαίου – 15 Οκτωβρίου.
Η κύρια συνεισφορά της ανατολικής συνιστιώσας προέρχεται από το ρεύμα του Βορείου Αιγαίου, ενώ το ΒΔ ρεύμα στο Νότιο Αιγαίο μετατοπίζει τη διασπορά προς ισχυρότερες εντάσεις ανέμων. Το καθεστώς τους γίνεται λιγότερο ευδιάκριτο καθόσον προχωρούμε σε ύψος, ενώ παύει να ανιχνεύεται στα δυτικότερα και ανατολικότερα άκρα της Μεσογείου (γι΄αυτό και οι Ετησίες αποκαλούνται και ‘αιγαιακοί άνεμοι’, μιας και η δεσπόζουσα γεωγραφική ζώνη κυριαρχίας τους είναι το Αιγαίο Πέλαγος).
Ως ημέρα Ετησίων ορίζεται η ημέρα κατά την οποία η ένταση του μέσου ημερησίου ανέμου στα 1000 hPaξεπερνά την μέση ταχύτητα ανέμου της περιόδου 15 Μαίου – 15 Οκτωβρίου, η τιμή του οποίου ανέρχεται στα 4.7 m/sec. Hεπιλογή της εν λόγω χρονικής περιόδου έγινε βάσει της περίοδου εκδήλωσης των Ετησίων, η οποία εμφανίζει την πρώτη ταυτοποίησή της περί τα μέσα Μαίου και την τελευταία της περί τις αρχές του Οκτωβρίου. Επιπλέον, ως ‘ξεσπάσματα Ετησίων’ ορίζεται μια σειρά ημερών Ετησίων η διάρκεια των οποίων είναι τουλάχιστον 1 ημέρα. Συνεπώς, ασθενή και βραχύβια επεισόδια εξαιρούνται από την παρούσα ανάλυση. Τα στατιστικά στοιχεία προκύπτουν από ανεμολογικές παρατηρήσεις στο ύψος των 1000 hPaκαι 10 mπάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Η ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΞΕΣΠΑΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΑΝΕΜΩΝ
Με τη βοήθεια λοιπόν των παραπάνω κριτηρίων, ξεχωρίζουμε τις ημέρες ξεσπασμάτων των Ετησίων. Το σχήμα (4α) δείχνει την κατανομή αυτών των επεισοδίων κατά τη διάρκεια του θερμού τετραμήνου (ΙΙΑΣ) και εντός της περιόδου ERA – 40 (1958 – 2002). Toδιάγραμμα επιβεβαιώνει την εμπειρία των μετεωρολόγων, σύμφωνα με την οποία η πυκνότητά τους εμφανίζει μέγιστο κατά τις αρχές Αυγούστου.
Σχήμα 4α: Η μεταβλητότητα των ξεσπασμάτων των Ετησίων ανέμων το θερμό τετράμηνο ΙΙΑΣ.
Οσον αφορά την τάση τους για κάθε μήνα ξεχωριστά (4β), εκείνη του Ιουνίου παραμένει αμελητέα (αμετάβλητη), ενώ αντίθετα οι Ετησίες γίνονται ολοένα και λιγότερο συχνοί το τρίμηνο Ιούλιος – Σεπτέμβριος. Οσον αφορά το τετράμηνο (ΙΙΑΣ), η τάση εμφανίζει μείωση της τάξεως του –2.47 %/δεκαετία, ενώ μεμονωμένα του Σεπτεμβρίου –6.35 %/δεκαετία, υποδηλώνοντας μια εντυπωσιακή κάμψη προς το τέλος της περιόδου, ενώ παρατηρείται επίσης μια τάση μείωσης, ακόμη και εντός του δίμηνου πυρήνα τους (ΙΑ). Η γενικότερη αρνητική τάση έρχεται σε πλήρη συμφωνία με άλλα αποτελέσματα και αποδίδεται στη μειούμενη τάση της διαβάθμισης της πίεσης ανάμεσα στο κέντρο υψηλών πιέσεων της Κεντρικής/Νότιας Ευρώπης και το κέντρο χαμηλών πιέσεων της Μέσης Ανατολής και προκαλείται κυρίως από την εξασθένηση του πρώτου κέντρου (υψηλών πιέσεων). Δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέπουμε τη σύνδεσή τους με τον μουσώνα της Νότιας Ασίας, αφού πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν μεταβολές στην εποχικότητά του, δείχνοντας μια νωρίτερη έναρξή του, τόσο στην Αραβική Θάλασσα, όσο και στον Κόλπο της Βεγγάλης τον Μάιο, ενώ αντίθετα εμφανίζει αντίστροφη τάση τον Ιούνιο. Η ενεργοποίηση του μουσώνα αποδίδεται στην ισχυρότερη του κανονικού θερμοκρασιακή αντίθεση ανάμεσα στην ασιατική ηπειρωτική μάζα και τον τροπικό Ινδικό Ωκεανό. Το σχήμα (6) δείχνει τη συχνότητα των Ετησίων ξεσπασμάτων σε ημέρες.
Σχήμα 4β: Η ενδοετήσια μεταβλητότητα των ξεσπασμάτων των Ετησίων ανέμων, όπως προκύπτουν από τα δεδομένα της ERA – 40.
Σχήμα 5: Διάρκεια (σε ημέρες) των επεισοδίων Ετησίων, σύμφωνα με τα δεδομένα της ERA – 40.
Ο ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ
Είναι γνωστό στους κύκλους των μετεωρολόγων ότι οι Ετησίες ενισχύονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στο σχήμα (6) απεικονίζεται ανά 6ωρο ο ημερήσιος κύκλος των ξεσπασμάτων των Ετησίων. Σημειωτέον, ότι πρέπει να προστεθούν 3 ώρες στην ώρα UTC, ώστε να προκύψει η τοπική ώρα (+2 από GMT +1 λόγω θερινής ώρας).
Σχήμα 6: Ο 6ωρος ημερήσιος κύκλος των Ετησίων ανέμων του διμήνου Ιουλίου – Αυγούστου
(a): 0000 UTC, (b): 0600 UTC, (c): 1200 UTCκαι (d): 1800 UTC.
Κατά τη διάρκεια της νύκτας λοιπόν (0000 UTC),οι Ετησίες εμφανίζουν το ελάχιστό τους, ιδίως στο Κεντρικό και Νότιο Αιγαίο. Από τις πρώτες πρωινές ώρες (0600 UTC) εμφανίζουν ενίσχυση, κυρίως πάνω από το Κεντρικό Αρχιπέλαγος, φθάνοντας στο μέγιστό τους το μεσημέρι (1200 UTC), ενώ εξασθενούν μετά τη δύση του Ηλίου (1800 UTC). Toημερήσιο εύρος της ταχύτητας του ανέμου μπορεί να ξεπεράσει και τα 2 m/secπάνω από την περιοχή των Κυκλάδων (36ο – 38ο Β & 24ο – 26ο Α), όπως φαίνεται στο σχήμα (7α&β). Αυτή η ισχυροποίηση κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι αποτέλεσμα της αυξημένης διαβάθμισης της πίεσης, ιδίως πάνω από τις ανατολικές Κυκλάδες, ανταποκρινόμενη στην ισχυροποίηση του θερμικού χαμηλού πάνω από την (ηπειρωτική) Τουρκία. Μετά την ανατολή, η παρεδάφια θέρμανση της Χερσονήσου της Ανατολίας και η ταχεία θέρμανση των υπερκείμενων τροποσφαιρικών στρωμάτων φαίνεται στη διαφορά ανάμεσα στο βαθμό χαμηλού επιπέδου διαβατικής θέρμανσης κατά τη διάρκεια της ημέρας (0600 – 1800 UTC) και της νύκτας (1800 – 0600 UTC).
Σχήμα 7: (a): Η διαφορά μεταξύ ημέρας (1200 UTC) και νύκτας (0000 UTC) της ταχύτητας των ανέμων (χρωματική μπάρα) στο ύψος των 1000 hPa, διεύθυνσή τους (τόξα) και μέση πίεση επιφανείας (διακεκομμένες ισοϋψείς)και (b): Η διαφορά του βαθμού διαβατικής θέρμανσης στη χαμηλότερη πτροπόσφαιρά ανάμεσα στην ημέρα και τη νύκτα (τα τόξα και οι χρωματικές διαβαθμίσεις δείχνουν τη διαφορά ανέμου και πίεσης ανάμεσα στην ημέρα και τη νύκτα). Ο χάρτης αφορά το δίμηνο Ιούλιος – Αύγουστος.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι Ετησίες είναι επαναλαμβανόμενοι και σταθεροί βόρειοι άνεμοι που κυριαρχούν κατά τη διάρκεια του θέρους στην ατμοσφαρική κυκλοφορία της ΑΜ και είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την έξαρση του μουσώνα της Νότιας Ασίας. Η μεταβλητότητά τους είναι αποτέλεσμα διαδικασιών χωροχρονικής κλίμακας, περιλαμβάνοντας και τον ξεχωριστό ημερήσιο κύκλο τους. Περίοδοι εξασθένησης των Ετησίων συνήθως συμπίπτουν με την εμφάνιση θερμών εισβολών (καυσώνων). Το μέγιστο των ξεσπασμάτων των Ετησίων εμφανίζεται μεταξύ 15 Ιουλίου και 15 Αυγούστου, ενώ παρατηρείται ένα ξεκάθαρο μέγιστο κατά την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου.
Προηγούμενες έρευνες, που εντόπιζαν μια τάση μείωσης των ανέμων συμφωνούν πλήρως με την παρούσα έρευνα, όπου η τάση μείωσης εμφανίζεται ισχυρή κατά τον μήνα Σεπτέμβριο. Επίσης, επιβεβαιώνεται ο χαρακτηριστικός ημερήσιος κύκλος τους (μέγιστο κατά το μεσημέρι και ελάχιστο κατά τα μεσάνυκτα). Σε ευρύτερη κλίμακα, η επίδραση των μέσων γεωγραφικών πλατών στην κυκλοφορία της ΑΜ προκύπτει από διαταραχές, η προέλευση των οποίων βρίσκεται στον Βόρειο Ατλαντικό, ταυτοποιούμενες το νωρίτερο 3 – 4 ημέρες πριν την έναρξη των ξεσπασμάτων των Ετησίων. Μπορούν να ενεργοποιήσουν ισχυρά κέντρα υψηλών πιέσεων πάνω από τη Βαλκανική που διαταράσσουν το καθεστώς που επιβάλλει ο μουσώνας. Οι υψηλές πιέσεις ενισχύονται λόγω της προς βορρά μεταφορά του αντικυκλωνικού στροβιλισμού από τη ΒΔ Αφρική. Βλέπουμε λοιπόν, πως οι Ετησίες άνεμοι αποτελούν τμήμα μιας ευρύτερης ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας.
To παραπάνω υλικό αποτελεί τμήμα της έρευνας των:
Evangelos Tyrlis & Jos Levieveld
Energy, Environment and Water Research, the Cyprus Institute, Max Planck Institute for Chemistry, Mainz, Germany
Μια ιστορική περιπλάνηση στους αέρηδες των Αθηνών
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 03 Ιούλιος 2014
- Συντάχθηκε από τον/την Weerman
- Προβολές: 5005
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΑΕΡΗΔΕΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει επισκεφθεί την παλαιά συνοικία των Αθηνών, την Πλάκα και να μην έχει δει –έστω από κάποια απόσταση– τους ‘Αέρηδες’ ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της αρχαιότητας. Δεσπόζει μέσα στη Ρωμαϊκή Αγορά, κάτω από την βόρεια πλευρά της Ακροπόλεως.
Αυτό το ομολογουμένως παραμελημένο μνημείο, ενώ όλοι λίγο πολύ το γνωρίζουμε, ελάχιστοι γνωρίζουν την ιστορία του. Αν δεν είναι το αρχαιότερο, σίγουρα είναι ένα από τα αρχαιότερα μετεωρολογικά μνημεία του κόσμου και είναι επιπλέον ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα, δεδομένου ότι πάμπολλα μνημεία της αρχαιότητας έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές και φθορές στο διάβα του χρόνου και επιδρομών.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΕΡΗΔΩΝ
Το επίσημο όνομα του μνημείου είναι ‘Ωρολόγιον του Κυρρύστου’. Οι πηγές μάς πληροφορούν ότι το μνημείο ανεγέρθηκε από τον αστρονόμο Ανδρόνικο Κυρρύστη (δηλαδή από την Κύρρο), ο οποίος έζησε κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα. Γρήγορα είχε αποκτήσει τη φήμη του κατασκευαστή αστρονομικών οργάνων, οπότε και κλήθηκε να κατασκευάσει το ‘Ωρολόγιον’ (τους Αέρηδες) στην Αθήνα. Δε γνωρίζουμε επ΄αρκριβώς την ακριβή χρονιά της κατασκευής αυτού του μνημείου, αλλά οι ιστορικοί συγκλίνουν ότι πρέπει να έγινε μεταξύ 2ου και 1ου π.Χ. αιώνα, κατά την περίοδο δηλαδή του Ρωμαίου Στρατηγού Λεύκιου Κορνηλίου Σύλλα (138 – 78 π.Χ.).
Πρόκειται για ένα πυργωτό οκταγωνικό οικοδόμημα, επενδυμένο από το λευκό πεντελικό μάρμαρο, συνολικού ύψους 12 μέτρων, μήκους έκαστης πλευράς 3.20 μέτρων και διαμέτρου 8 μέτρων, ενώη στέγη του είναι κωνική κεραμοσκεπής.
Το Ωρολόγιον του Ανδρόνικου Κυρρύστου (Αέρηδες)
Εξωτερικά, η οκταγωνική δομή του μνημείου δείχνει τους οκτώ βασικούς ανέμους (4x2), οι οποίοι αντιπροσωπεύονται από τις οκτώ αντίστοιχες θεότητες ανέμων, ακολουθώντας τους κατά τη φορά του ρολογιού:
Ο ΒΟΡΕΑΣ(Β)Πρόκειται για τη θεότητα του βορείου, ψυχρού ανέμου, του κομιστή του Χειμώνος. Εκ της ινδοευρωπαϊκής της ρίζας gʷerπροέρχεται το ‘βορά’ (λεία, εξ΄ου και το ρήμα καταβροχθίζω). Αρχικά, Βορέας σήμαινε ο ορεινός άνεμος, που έρχεται από τα βουνά της μακρινής πατρίδας του Ορέστη, δηλαδή από τη Χώρα των Υπερβορείων.
Συνώνυμα: Τραμουντάνα, εκ του λατινικού mons –tis: βουνό, όρος και tramontagnia ‘άνεμος που φυσάει από το βορρά.
Ο Βορέας, ο βόρειος, σκυθρωπός γέρος, τυλιγμένος σε χιτώνα, φυσάει μέσα από ένα μεγάλο κοχύλι.
Ο ΚΑΙΚΙΑΣ(ΒΑ) Αποτελούσε προσωποποίηση του ομώνυμου βορειοανατολικού ανέμου των αρχαίων. Ο Αριστοφάνης αναφέρει ότι ήταν άστατος άνεμος και προμηνούσε κακοκαιρία. Η ρίζα του προέρχεται από τον ομώνυμο ποταμό της Μυσίας στη ΒΔ Μικρά Ασία (Προποντίδα), απ΄όπου πνέει ο άνεμος αυτός.
Συνώνυμα:Μέσης, Γραίγος, εκ του ιταλικού grecovento = ‘άνεμος από την Ελλάδα’.
Ο Καικίας, ο βορειοανατολικός, επίσης γέρων, σκορπίζοντας χαλάζι από την ασπίδα του.
Ο ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ (Α) Εκ του από + Ήλιος (-ώτης), προερχόμενος δηλαδή από τον Ήλιο (ανατολή). Συνώνυμα: Λεβάντες (ιταλικά Levante, γαλλικά Levant), εκ του λατινικού ρήματος levere = σηκώνομαι, ανατέλλω.
Ο Απηλιώτης (ανατολικός), νέος, με τα χέρια του γεμάτα στάχυα και φρούτα, καθώς φέρνει πολύτιμη βροχή για τους γεωργούς.
Ο Εύρος (ΝΑ) Ο άνεμος που πνέει κατά τη διεύθυνση (απόσταση, εύρος) της διχοτόμου των διευθύνσεων του ανατολικού και νοτίου ανέμου.
Συνώνυμα: Σιρόκος ή Σορόκος, εκ του ιταλικού s(c)irocco, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το αραβικό شرقي = σαρ(γ)κί.
Ο Εύρος (νοτιοανατολικός), αποπνικτικός, γέρων, ο μοναδικός που φέρει άδεια χέρια.
Ο ΝΟΤΟΣ (Ν) Ομόριζο του ρήματος νοτίζω = υγραίνομαι, βρέχομαι, ο υγρός, γιομάτος υγρασία και βροχή άνεμος. Η ινδεοευρωπαϊκή ρίζα *snu = στάζειν και nutas (σανσκριτικά) = νοτιάς (ελληνικά).
Συνώνυμα: Όστρια,από το ιταλικό ostrο, προερχόμενο από το λατινικό auster (νότιος άνεμος).
Ο νεαρός Νότος (νότιος), κρατώντας μια αναποδογυρισμένη υδρία, χύνει τις βροχές του.
Ο ΛΙΨ (ΝΔ) Ο Αριστοφάνης μάς λέει ότι ο άνεμος αυτός έρχεται από τη Λιβύη (ο Λιψ, του Λιβός = Λίβας).
Συνώνυμα: Γαρμπής, εκ του αραβικού garbi = νοτιοδυτικός άνεμος, από το οποίο προήλθε και το ισπανικό Garbin.
Ο Λιψ (νοτιοδυτικός), στιβαρός, κρατά στα χέρια του την πρύμνη ενός πλοίου, σημάδι ότι είναι καλοτάξιδος.
Ο ΖΕΦΥΡΟΣ (Δ)Η ρίζα του όρου προέρχεται από το ζόφος = σκοτεινός, δύων (ερχόμενος από τη δύση). Ομόριζο του ζοφερός = σκοτεινός.
Συνώνυμα: Πουνέντες, εκ του λατινικού ponens –ponentis = δύση.
Ο Ζέφυρος(δυτικός), γυμνός και με τον μανδύα του γεμάτο ανοιξιάτικα λουλούδια εμφανίζεται ο δυτικός άνεμος Ζέφυρος, που είναι ευχάριστα ζεστός.
Ο ΣΚΙΡΩΝ (ΒΔ) Μυθικό πρόσωπο, ο διαβόητος Κορίνθιος ληστής, που είχε στήσει το λημέρι του στην περιοχή των Μεγάρων (σήμερα γνωστή ως ‘Κακιά Σκάλα’, κατά την αρχαιότητα γνωστότερη ως ‘Σκιρωνίδες Πέτρες’), όπου ο ΒΔ άνεμος (καταβάτης) ήταν πολύ επικίνδυνος, τον οποίο σκότωσε ο Θησέας.
Συνώνυμα: Μαΐστρος (Μαϊστράλι), εκ του βενετσιάνικου maistro< λατινικά magistralis<magister<magis + -ter<magnus<ινδοευρωπαϊκήρίζα *maǵ- ή *meǵh- =μεγάλος, δυνατός.
Ο Σκίρων (βορειοδυτικός). Ο κύκλος των οκτώ ανέμων κλείνει με τον πιο αντιπαθητικό, τον βορειοδυτικό – όπως ο ληστής που σκότωσε ο Θησέας και είχε την έδρα του στη σημερινή Κακιά Σκάλα (Σκιρωνίδες Πέτρες), επειδή πίστευαν ότι έπνεε από εκεί -, ντυμένο με βαριά ρούχα και ένα αγγείο αναποδογυρισμένο στο χέρι, καθώς ψυχρός τον χειμώνα και καυτός το καλοκαίρι αρρωσταίνει τους ανθρώπους.
Στην κορυφή της στέγης του Ωρολογίου, υπήρχε ένας ορειχάλκινος ανεμοδείκτης, στη μορφή του Τρίτωνα, υιού του Ποσειδώνος, ο οποίος έδειχνε τη φορά του ανέμου και κάτω από την κάθε ανάγλυφη παράσταση των θεοτήτων των ανέμων, υπήρχαν εγχάρακτες ακτίνες σε διάφορους σχηματισμούς και αποτελούσαν ουσιαστικά ένα ηλιακό ρολόι.
Καλλιτεχνική αναπαράσταση του προτύπου του Ωρολογίου του Ανδρόνικού του Κυρρύστου.
Στις ανήλιες ημέρες, ο υπολογισμός της ώρας γινόταν με τη βοήθεια ενός υδραυλικού ρολογιού. Φαίνεται λοιπόν πως ο Ανδρόνικος συνέδεσε τις προηγούμενες εφευρέσεις των Αρχίμηδους, Φίλωνος και Κτησιβίου. Το υδραυλικό σύστημα τροφοδοτούνταν μέσω αγωγού από μια πηγή που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της Ακροπόλεως.
Κάτοψη της βάσεως του μνημείου
Στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα ως Βαπτιστήριο και τον 5ο η 6ο αι. μετετράπη σε χριστιανική εκκλησία. Ουσιαστικά, η σημερινή οδός Αιόλου, έχει την αφετηρία της από το Ωρολόγιον, ενώ παραδίπλα υπάρχει και η οδός Κυρρύστου, τιμώντας τον καταστευαστή του μνημείου. Αυτό το μαρτυρούν τόσο οι ισοσκελείς σταυροί που έχουν λαξευθεί στις δυτικές παραστάδες του, όσο και χριστιανικοί τάφοι που ανεσκάφησαν στον περίβολο του. Διατηρήθηκε ως εκκλησία τουλάχιστον ως τον 15ο αι. Στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησία και το αρχαίο Αγορανομείο, που σωζόταν όρθιο εκεί κοντά.
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (16ος – 19ος αι.), το Ωρολόγιον μετατράπηκε σε Τεκέ (μουσουλμανικό παρεκκλήσι), από διάφορους Δερβίσηδες, η παρουσία των οποίων στην περιοχή διέσωσε το σημαντικότατο αυτό μνημείο, το οποίο παραδόθηκε σχεδόν άθικτο κατά την περίοδο της ίδρυσης του νέου Ελληνικού Κράτους (1822).
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Weerman - Ιωάννης Γιαλαμάς
Οι αεροχείμαρροι της Αρκτικής πίσω από ακραία κλιματικά φαινόμενα
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 20 Φεβρουάριος 2014
- Συντάχθηκε από τον/την Meteojim
- Προβολές: 4148
Από το 2013 και για δύο χρόνια, είναι ο Καναδάς, που προεδρεύει του Συμβουλίου της Αρκτικής, ενός διακυβερνητικού φόρουμ που συγκεντρώνει τις χώρες της Αρκτικής ( Καναδάς, Δανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Φινλανδία, Ισλανδία, Νορβηγία, Ρωσία και Σουηδία). Το όργανο αυτό προωθεί τη συνεργασία στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, του πετρελαίου, των ορυχείων, της ναυτιλίας, της αλιείας και του τουρισμού.
Ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών δεν αποκάλυψε ποιος θα είναι ο απεσταλμένος του, προτιμώντας να δώσει έμφαση «στις μεγάλες προκλήσεις της Αρκτικής (που) είναι πολύ σημαντική για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα στο βαθμό που επηρεάζει την κοντινή Αλάσκα».
Ο αρκτικός κύκλος από το λιώσιμο των πάγων, απόρροια των αυξανόμενων θερμοκρασιών, ανοίγει νέες θαλάσσιες διαδρομές, καθιστώντας ευκολότερη την εκμετάλλευση των έως τώρα απρόσιτων πρώτων υλών που είναι στα βάθη της θάλασσας.
Στον πυθμένα αυτής της αποκαλούμενης «λευκής ερήμου» μπορεί να περιέχεται το 22 % των άγνωστων αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο, σύμφωνα με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πηγή: econews.gr
Νήσος Ρόδος: Στατιστική προσέγγιση του καθεστώτος βροχόπτωσης
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 28 Νοέμβριος 2013
- Συντάχθηκε από τον/την gw
- Προβολές: 9254
Το κλίμα πλαίσιο και η γεωμορφολογία της Νήσου Ρόδου
Το κλίμα της νήσου χαρακτηρίζεται ως εύκρατο μεσογειακό, με ήπιους και βροχερούς χειμώνες και ξηρά, όχι ιδιαίτερα ζεστά, καλοκαίρια. Η υγρή περίοδος διαρκεί από τον Οκτώβριο ως και το Μάϊο. Στη διάρκεια της ξηρής περιόδου οι βροχοπτώσεις είναι σπάνιες και τείνουν να σημειώνονται στην αρχή και το τέλος της. Οι χιονοπτώσεις είναι σπανιότατο φαινόμενο και εκδηλώνονται μόνο στις υψηλές τοπογραφικά ζώνες του όρους Αττάβυρος (μέγιστο υψόμετρο 1.215 m).
Η μέση ετήσια βροχόπτωση στη ΒΔ περιοχή της νήσου είναι 842 mm/έτος, στην κεντρική περιοχή 645 mm/έτος και στη νότια 530 mm/έτος. Οι ημέρες βροχής είναι κατά μέσο όρο 36 ημέρες/έτος. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 17,4 °C. Η μέγιστη μέση μηνιαία τιμή των 26,1 °C καταγράφεται τον Αύγουστο, ενώ η ελάχιστη των 9,7 °C το Φεβρουάριο. Η διάρκεια ηλιοφάνειας είναι κατά μέσο όρο 3006 ώρες/έτος. Η μέση ετήσια σχετική υγρασία του αέρα είναι 65% με μικρές μόνο διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια του έτους. Συνήθως επικρατούν χαμηλής έντασης άνεμοι (7-18 km/ώρα).
Η ορεινή ραχοκοκαλιά της νήσου εκτείνεται σε διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ κατά μήκος της δυτικής ακτής. Στα ανατολικά της απλώνεται ένα πλούσιο λοφώδες ανάγλυφο με έντονο οριζόντιο και κατακόρυφο διαμελισμό, που καταλήγει σε εκτεταμένες κοιλάδες και κάμπους στα νότια και ανατολικά παράλια.
Δίκτυο μετεωρολογικών σταθμών Νήσου Ρόδου
Στην Εικόνα 1 παρουσιάζεται η γεωγραφική κατανομή των μετεωρολογικών σταθμών που εξετάστηκαν συγκριτικά για τη χρονική περίοδο 1985-1999. Όλα τα πρωτογενή στοιχεία ελήφθησαν από το Φαντίδη (1997), ενώ η στατιστική επεξεργασία και ερμηνεία από τους Χαντζής & Χιονίδη (2001).
.
Εικόνα 1: Γεωγραφική κατανομή των μετεωρολογικών σταθμών της Νήσου Ρόδου
Μελέτη μηνιαίων αρχείων βροχόπτωσης
Εξετάζοντας τους συντελεστές συσχέτισης μεταξύ των σταθμών παρατηρήθηκαν δύο ομάδες σταθμών με συντελεστή συσχέτισης πάνω από 0,70 μεταξύ τους, καθώς επίσης και μια ομάδα σταθμών που δε συσχετίζονται ικανοποιητικά με άλλους σταθμούς. Οι ομάδες αυτές αναλυτικότερα είναι:
- Ομάδα σταθμών δυτικής Ρόδου: Τα δεδομένα των σταθμών στο δυτικό τμήμα της Ρόδου συσχετίζονται ικανοποιητικά μεταξύ τους. Πρόκειται για τους σταθμούς Απολακκιάς, Κατταβιάς, Λαέρμων, Έμπωνα και Σιανών. Στην προσπάθεια εξαγωγής βροχοβαθμίδας, οι σταθμοί των Σιανών και της Κατταβιάς δεν προσαρμόζονται ικανοποιητικά με τους υπόλοιπους. Οι υπόλοιποι τρεις σταθμοί παρουσιάζουν υψηλή γραμμική συσχέτιση (R2 =0,93). Η εποχιακή κατανομή των βροχοπτώσεων και οι μέσοι ετήσιοι όροι των παραπάνω σταθμών παρουσιάζεται στον Πίνακα 1.
Εποχή/Σταθμός |
Απολακκιάς |
Έμπωνα |
Σιανών |
Κατταβιάς |
Λαέρμων |
Χειμώνας |
54,8% |
53,5% |
54,3% |
55,5% |
51,0% |
Άνοιξη |
17,5% |
21,9% |
21,8% |
21,0% |
18,2% |
Θέρος |
0,04% |
0,0% |
0,1% |
0,0% |
0,04% |
Φθινόπωρο |
27,7% |
24,6% |
23,8% |
23,5% |
30,7% |
M.O. 1985-1999 |
489,8 mm |
910,6 mm |
551,7 mm |
483,0 mm |
669,8 mm |
Πίνακας 1: Ποσοστά εποχιακής βροχόπτωσης επί του ετησίου συνόλου. Μέσοι όροι περιόδου 1985-1999. Στην τελευταία σειρά παρουσιάζονται οι ετήσιοι μέσοι όροι ύψους βροχής.
Εξετάζοντας το μέσο ετήσιο ύψος βροχής στους παραπάνω σταθμούς, παρατηρείται η έντονη διαφοροποίηση προς τα πάνω των τιμών του σταθμού στον Έμπωνα (υψόμετρο: 447 m). Η υψηλή τιμή βροχόπτωσης στο σταθμό αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι βρίσκεται στην προσήνεμη ΒΔ πλευρά του όρους Αττάβυρος (υψόμετρο 1.215 m), με αποτέλεσμα να λαμβάνει μεγάλο μέρος των μετωπικών και υφεσιακών χειμερινών βροχοπτώσεων, αυξημένο λόγω του ορογραφικού παράγοντα. Η επίδραση του τελευταίου γίνεται φανερή στη σύγκριση του μέσου ετήσιου ύψους βροχής μεταξύ του Έμπωνα (910,6 mm) και των Σιανών (551,7 mm). Ο σταθμός των Σιανών βρίσκεται σε υψόμετρο 451 m (4 m υψηλότερα απ΄το σταθμό του Έμπωνα), στην ομβροσκιά όμως του όρους Ακραμίτης, με αποτέλεσμα να καταγράφει κατά μέσο όρο ετησίως 358,9 mm χαμηλότερο ύψος βροχής.
Η εποχιακή κατανομή της βροχόπτωσης είναι σχετικά ομοιόμορφη στους εξεταζόμενους σταθμούς. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο σταθμός των Λαέρμων που εμφανίζει χαμηλότερο ποσοστό χειμερινής βροχόπτωσης και υψηλότερο ποσοστό φθινοπωρινής σε σχέση με τους άλλους σταθμούς. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο ΝΑ προσανατολισμό του σταθμού ο οποίος έχει σαν αποτέλεσμα την επιρροή του από τη μεταφορά αερίων μαζών θαλασσινής προέλευσης από τα ΝΑ. Η μεταφορά αερίων μαζών από τη θάλασσα με αυξημένο φορτίο υδρατμών σε συνδυασμό με την υπερθέρμανση του εδάφους δημιουργεί καταιγίδες. Ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση του φαινομένου επικρατούν κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, γεγονός που δικαιολογεί το αυξημένο ποσοστό βροχόπτωσης που παρατηρείται τότε στο σταθμό των Λαέρμων.
- Ομάδα σταθμών Βόρειας Ρόδου: Οι σταθμοί του βορείου τμήματος της νήσου παρουσιάζουν υψηλή συσχέτιση μεταξύ τους. Πρόκειται για τους σταθμούς της Υ.Ε.Β., Ε.Μ.Υ., Βάρης και Απόλλωνα. Στην προσπάθεια εξαγωγής βροχοβαθμίδας δεν προσαρμόζεται ικανοποιητικά με τους υπόλοιπους ο σταθμός της Υ.Ε.Β. Οι υπόλοιποι τρεις σταθμοί συσχετίζονται γραμμικά και λογαριθμικά με συντελεστές συσχέτισης 0,96 και 0,99 αντίστοιχα. Η εποχιακή κατανομή των βροχοπτώσεων στους παραπάνω σταθμούς παρουσιάζεται στον Πίνακα 2.
Εποχή/Σταθμός |
Υ.Ε.Β. |
Ε.Μ.Υ. |
Βάρης |
Απόλλωνα |
Χειμώνας |
52,05 |
52,85 |
54,96 |
54,00 |
Άνοιξη |
17,85 |
21,31 |
21,38 |
20,31 |
Θέρος |
0,54 |
0,17 |
0,00 |
0,06 |
Φθινόπωρο |
29,55 |
25,66 |
23,66 |
25,63 |
M.O. 1985-1999 |
847,7 mm |
637,3 mm |
664,2 mm |
747,5 mm |
Πίνακας 2: Ποσοστά εποχιακής βροχόπτωσης επί του ετησίου συνόλου. Μέσοι όροι περιόδου 1985-1999. Στην τελευταία σειρά παρουσιάζονται οι ετήσιοι μέσοι όροι ύψους βροχής.
Εξετάζοντας το μέσο ετήσιο ύψος βροχής στους παραπάνω σταθμούς, παρατηρείται η έντονη διαφοροποίηση προς τα πάνω της τιμής του σταθμού της Υ.Ε.Β. Το υψηλό αυτό ύψος βροχής οφείλεται στη θέση του σταθμού στο ΒΑ ακρότατο της νήσου. Η θέση αυτή εξασφαλίζει το ότι ο σταθμός, όπως και η περιοχή, δέχεται σταθερά την επίδραση των χειμερινών μετώπων (τα οποία περνούν συνήθως βορειότερα από τη νήσο), αλλά και την επίδραση των θαλασσίων αερίων μαζών από τα ΝΑ, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στο υψηλότερο φθινοπωρινό ποσοστό βροχόπτωσης (29,55% του ετήσιου συνόλου).
- Ομάδα σταθμών Ανατολικής Ρόδου: Πρόκειται για τους σταθμούς Αρχαγγέλου, Αφάντου και Καλάθου. Οι σταθμοί που βρίσκονται στην ανατολική ακτή της νήσου παρουσιάζουν μικρή γραμμική συσχέτιση, τόσο μεταξύ τους όσο και με τους άλλους σταθμούς. Το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό της ανομοιομορφίας των μικροκλιματικών συνθηκών κάθε σταθμού, αλλά και της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζει το καθεστώς βροχόπτωσης στα ανατολικά παράλια της νήσου. Η εποχιακή κατανομή των βροχοπτώσεων στους σταθμούς αυτούς παρουσιάζεται στον Πίνακα 3.
Εποχή/Σταθμός |
Αρχαγγέλου |
Αφάντου |
Καλάθου |
Χειμώνας |
51,35 |
52,51 |
49,20 |
Άνοιξη |
6,40 |
26,47 |
6,27 |
Θέρος |
0,09 |
0,03 |
0,20 |
Φθινόπωρο |
42,15 |
21,00 |
44,33 |
M.O. 1990-2000 |
708,2 mm |
762,4 mm (1997-2000) |
859,4 mm |
Πίνακας 3: Ποσοστά εποχιακής βροχόπτωσης επί του ετησίου συνόλου. Μέσοι όροι περιόδου 1990-2000. Στην τελευταία σειρά παρουσιάζονται οι ετήσιοι μέσοι όροι ύψους βροχής.
Η ανομοιομορφία που χαρακτηρίζει το καθεστώς βροχόπτωσης στα ανατολικά παράλια οφείλεται στην επίδραση που αυτά δέχονται από τις φθινοπωρινές καταιγίδες, οι οποίες είναι τοπικής εμβέλειας, σε αντίθεση με τα χειμερινά μέτωπα που προκαλούν ποικίλης έντασης βροχοπτώσεις σε όλες τις περιοχές της νήσου τις οποίες σαρώνουν. Η έντονη επίδραση των καταιγίδων αυτών στα ανατολικά παραλία αντικατοπτρίζεται στα υψηλά ποσοστά φθινοπωρινής βροχόπτωσης που καταγράφουν αυτοί οι σταθμοί (40-44% του ετησίου συνόλου), σε αντίθεση με το 20-30% που παρατηρείται σε όλες τις άλλες περιοχές της νήσου. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι η εποχιακή κατανομή εξετάστηκε συγκριτικά με τους άλλους σταθμούς για το κοινό διάστημα 1990-2000 και έδωσε ποσοστά παραπλήσια με αυτά που παρουσιάζονται στον Πίνακες της χρονικής περιόδου 1985-1999.
Μελέτη ημερησίων αρχείων βροχόπτωσης
Από την εξέταση των ημερησίων στοιχείων βροχόπτωσης των σταθμών προκύπτει ότι, για τους δυτικούς προσήνεμους σταθμούς ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση του ετησίου συνόλου βροχόπτωσης παίζει η συχνότητα των χειμερινών βροχοπτώσεων καθώς και το ύψος βροχής στη διάρκεια αυτών. Αυτές εμφανίζονται σε συνεχόμενες ημέρες βροχής που οφείλονται στη διέλευση μετώπων καιρού. Αντιθέτως στους ανατολικούς προσήνεμους σταθμούς βασικό ρόλο παίζουν οι φθινοπωρινές βροχοπτώσεις με μεγάλη ένταση που στην πλειοψηφία τους λαμβάνουν χώρα το μήνα Οκτώβριο. Οι φθινοπωρινές ημέρες βροχής συνήθως είναι μεμονωμένες και στη διάρκεια τους το ύψος βροχής πολλές φορές εγγίζει ακόμα και το μισό της συνολικής ετήσιας βροχόπτωσης. Αυτές οι ακραίες βροχοπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν ότι οφείλονται σε καταιγίδες αεριών μαζών θερμικού αιτίου γένεσης. Ημερήσιες τιμές άνω των 100 mm που παρουσιάστηκαν σε συνεχείς ημέρες με καταγραφή βροχόπτωσης (χειμερινοί μήνες) μπορούν να θεωρηθούν ότι συνδέονται με τα μέτωπα καιρού και τον ορογραφικό παράγοντα.
Περιγραφή του καθεστώτος βροχόπτωσης της νήσου Ρόδου
Στην Εικόνα 2, παρουσιάζεται το διάγραμμα υψομέτρου – μέσου ετησίου όρου βροχόπτωσης των σταθμών της νήσου Ρόδου. Οι μέσοι ετήσιοι όροι έχουν υπολογιστεί για την περίοδο 1985-1999, εκτός από τους σταθμούς Καλάθου και Αρχαγγέλου που ενδεικτικά παρουσιάζονται οι μέσοι όροι της περιόδου 1990-2000.
Το μεγαλύτερο μέρος της ετήσιας βροχόπτωσης στη νήσο προκαλείται από τη διέλευση των συστημάτων καιρού από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Λόγω της διεύθυνσης κίνησης τα συστήματα αυτά ψύχονται και εκφορτίζονται αδιαβατικά στις προσήνεμες δυτικές και ΒΔ πλαγιές του βασικού ορεινού άξονα της νήσου (σχηματίζεται από τα όρη Ακραμύτης, Αττάβυρος, Προφήτης Ηλίας και τη λοφοσειρά Κοπράνα, Κουτρούβελος, Λέπτοπας, Κουμούλι και Λούκα), δίνοντας μεγαλύτερο ύψος βροχής στο ΒΔ τμήμα της νήσου (σταθμός Έμπωνα), όπου επικρατεί και το εντονότερο ανάγλυφο. Ανατολικά και ΝΑ της ορεινής αλυσίδας, η περιοχή δηλαδή της κεντρικής Ρόδου (σταθμοί Απόλλωνα, Λαέρμων και Σιανών) βρίσκεται στην ομβροσκιά των μετωπικών συστημάτων με αποτέλεσμα να δέχεται χαμηλότερο ύψος βροχής από τη ΒΔ περιοχή.
Εικόνα 2: Διάγραμμα υψομέτρου – μέσου ετησίου όρου βροχόπτωσης (1985-1999) βροχομετρικών σταθμών της νήσου Ρόδου. (* μέσοι όροι περιόδου 1990-2000).
Το σύνηθες γεωγραφικό πλάτος διέλευσης των χειμερινών μετώπων είναι βορειότερα από τη νήσο, η οποία συνήθως σαρώνεται απ’ την ουρά τους. Η συχνότητα διέλευσης τους να είναι μεγαλύτερη στο βόρειο τμήμα απ’ ότι στο νότιο όπου παρατηρούνται τα χαμηλότερα ύψη βροχής (σταθμοί Απολακκιάς και Κατταβιάς).
Τα ανατολικά παράλια της νήσου και οι ανατολικές προσήνεμες περιοχές δέχονται την επίδραση αερίων μαζών θαλασσινής προέλευσης από τα ανατολικά και ΝΑ. Οι αέριες αυτές μάζες λόγω της προέλευσης τους είναι πλούσιες σε υδρατμούς με αποτέλεσμα κατά τη μεταφορά τους πάνω από τις ανατολικές προσήνεμες περιοχές να ψύχονται και να εκτονώνονται. Το σύστημα αυτό δίνει σημαντικό ύψος βροχής στα ανατολικά παράλια της νήσου (σταθμοί Υ.Ε.Β., Καλάθου, Αρχαγγέλου) αλλά και στις ανατολικές προσήνεμες περιοχές. Λόγω της τοπικής εμβέλειας των φαινομένων βροχόπτωσης αυτού του μηχανισμού το ύψος βροχής ανά περιοχή ποικίλει.
Ο συνδυασμός των γεωγραφικών παραγόντων με το γεωμορφολογικό ανάγλυφο της νήσου διαμορφώνει ένα περίπλοκο και ανομοιογενές καθεστώς βροχόπτωσης. Σε γενικές γραμμές το ύψος βροχής αυξάνεται με την αύξηση του υψομέτρου, αυξάνεται από το νότο προς το βορρά και αυξάνεται από τα κεντρικά τμήματα προς τα ΒΔ και τα ανατολικά παράλια.
Η διατύπωση μίας ικανοποιητικής βροχοβαθμίδας για το σύνολο της νήσου είναι αδύνατη, ενώ ακόμα και τοπικά όταν επιτυγχάνεται ικανοποιητική συσχέτιση μεταξύ σταθμών στερείται αξιοπιστίας (ποτέ πάνω από τρεις). Σημαντική συνεισφορά στη μελέτη του καθεστώτος βροχόπτωσης θα αποτελέσει η πύκνωση του δικτύου των μετεωρολογικών σταθμών, ιδιαίτερα στα Ανατολικά παράλια και την ΝΑ προσήνεμη ενδοχώρα, όπου αν και αναπτύσσονται οι μεγαλύτερες υδρολογικές λεκάνες και υδροφόροι διαθέτουμε τα λιγότερα στοιχεία.
Επιμέλεια έρευνας - άρθρου: Πέτρος Χαντζής (gw)
Αναφορές:
Φαντίδης, Θ., 1997. Ανάλυση μετεωρολογικών στοιχείων Νομού Δωδεκανήσου. Έκδοση Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος – Τμήμα Δωδεκανήσου, Ρόδος.
Χαντζής, Π., Χιονίδη, Μ., 2002. Μελέτη Επιφανειακού Ισοζυγίου των Υδρολογικών Λεκανών Κρητηνίας (Λ22), Έμπωνα (Λ23), Σαλάκου (Λ33). Πρόγραμμα: Μελέτη παρεμβάσεων για εξοικονόμηση νερού στη γεωγραφική περιοχή Σαλάκου – Έμπωνας – Κρητηνίας Ρόδου. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου.
Μέσος αριθμός ημερών χιονοκάλυψης στην Ευρώπη
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 20 Δεκέμβριος 2013
- Συντάχθηκε από τον/την Weerman
- Προβολές: 6418
ΜΕΣΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΗΜΕΡΩΝ ΧΙΟΝΟΚΑΛΥΨΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Χάρτης 1: Μέσος αριθμός ημερών χιονοκάλυψης (κλικ για μεγέθυνση)
Ο παραπάνω χάρτης (1) αποτυπώνει τον μέσο ετήσιο αριθμό ημερών χιονοκάλυψης στην Ευρώπη για την κλιματική 30ετία 1961 – 1990. Όπως μπορεί κανείς να παρατηρήσει, αφενός η διάρκεια της χιονοκάλυψης αυξάνεται από νότο προς βορρά και από δυσμάς προς ανατολάς, ήτοι παρατηρείται αύξηση από τα ΝΔ προς τα ΒΑ της Ευρώπης και αφετέρου αυξάνεται με την αύξηση του υψομέτρου (αύξηση ~10 ημερών ανά ~200 m υψόμετρο). Ευρισκόμενη στη μεγαλύτερη έκτασή της εντός της Εύκρατης Ζώνης, η Ευρώπη εμφανίζει σαφή διάκριση των τεσσάρων εποχών, μόνο το βορειότερο τμήμα της αγγίζει και ξεπερνά το όριο του Αρκτικού Κύκλου (>66ο33΄ βόρειο γεωγραφικό πλάτος), όπου από αυτό το πλάτος και βορειότερα, παύει πρακτικά να υφίσταται τυπική θερμή περίοδος (θέρος), αφού η μέση θερμοκρασία του θερμότερου μήνα του έτους (Ιούλιος) δεν ξεπερνά τους 13 με 14 C. Επειδή η Εύκρατη Ζώνη κείται μεταξύ του Τροπικού του Καρκίνου (23ο27΄ βόρειο γεωγραφικό πλάτος) και του Αρκτικού Κύκλου, το μέσο γεωγραφικό πλάτος της Ζώνης αυτής βρίσκεται στη μέση απόσταση μεταξύ ισημερινού (00ο00΄β. γεωγρ. πλ.) και Βορείου Πόλου (90ο00΄ β. γεωγρ. πλ.), ήτοι στο πλάτος των 45ο00΄, μπορούμε να υποδιαιρέσουμε την Εύκρατη Ζώνη σε Θερμή (νοτίως του 45ου παραλλήλου) και Ψυχρή (βορείως του 45ου παραλλήλου) Εύκρατη Ζώνη.
Εξυπακούεται ότι ο αριθμός ημερών χιονοκάλυψης διαφέρει από τον αριθμό ημερών χιονόπτωσης και ο πρώτος είναι πάντα μεγαλύτερος από τον δεύτερο. Γεωγραφικά, η Ευρώπη δεν είναι παρά μια δυτική προέκταση της μεγαλύτερης ηπείρου του πλανήτη, της Ασίας, δηλαδή είναι μια μεγάλη χερσόνησος, αφού βρέχεται από θαλάσσιες μάζες από τρεις πλευρές: προς βορράν (Αρκτική Θάλασσα), προς δυσμάς (Ατλαντικός Ωκεανός) και προς νότο (Μεσόγειος Θάλασσα). Στην Εύκρατη Ζώνη, η κυκλοφορία της ατμόσφαιρας είναι από δυσμάς προς ανατολάς (η λεγόμενη ‘ζωνική κυκλοφορία’) ωθούμενη από τους ‘επικρατούντες δυτικούς ανέμους’ (westerlies), που σημαίνει ότι εντός αυτής της Ζώνης ‘αναμειγνύονται’ αέριες μάζες τόσο τροπικής προελέυσεως (από τη νότια, τροπική ζώνη), όσο πολικής προελεύσεως (από τη βόρεια, αρκτική ζώνη). Πρόκειται δηλαδή για μια ζώνη όπου ενεργοποιούνται οι μετωπικές υφέσεις (βαρομετρικά χαμηλά), η γενεσιουργός αιτία των οποίων βρίσκεται στον Ατλαντικό Ωκεανό και με τη βοήθεια της δυτικής ροής, επισκέπτονται και διασχίζουν την ευρωπαϊκή ήπειρο από δυσμάς προς ανατολάς. Γι΄αυτό και η Εύκρατη Ζώνη καλείται και ζώνη του ‘ευμετάβλητου καιρού’.
Η βαθιά διείσδυση της Ευρώπης στον Ατλαντικό (ως ‘μεγάλη χερσόνησος’), της προσδίδει περισσότερο θαλάσσια χαρακτηριστικά, παρά ηπειρωτικά. Τα σχετικά θερμά νερά του Ατλαντικού Ωκεανού (τροφοδοτούμενα από το Θερμό Ρεύμα του Κόλπου του Μεξικού) δημιουργούν ήπιες θερμοκρασιακές συνθήκες στην (δυτική) Ευρώπη, παρά το αυξημένο γεωγραφικό της πλάτος. Η υγρασία που μεταφέρουν οι εκ του Ατλαντικού προερχόμενες αέριες μάζες, αφήνουν σημαντικά ύψη υετού στη δυτική πλευρά της (εκτεθημένης προς τον Ωκεανό) Ευρώπης, δημιουργώντας το γνωστό θαλάσσιο (ή ωκεάνιο) κλίμα της περιοχής, χαρακτηριζόμενο από τους σχετικά ήπιους (θερμοκρασιακά) χειμώνες και καλοκαίρια (ετήσιο θερμοκρασιακό εύρος <15 C). Όσο ωστόσο προχωρούμε στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα, παρατηρείται βαθμιαία εξασθένιση της επιρροής του Ατλαντικού και βαθμιαία ενίσχυση της επιρροής της (προς ανατολάς) ασιατικής ενδοχώρας, όπου μαζί με τη μείωση της υγρασίας (όσο προχωρούμε ανατολικότερα, τόσο παρουσιάζει φθίνουσα πορεία ο ετήσιος υετός), παρατηρούμε και μια αύξηση στο ετήσιο θερμοκρασιακό εύρος (>20 C), ήτοι ψυχρότεροι χειμώνες και θερμότερα καλοκαίρια (ανατολική Ευρώπη).
Η επιρροή του ήπιου και υγρού καιρού που δημιουργεί ο Ατλαντικός διεισδύει αρκετά βαθιά στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα, λόγω του ότι μεγάλες εκτάσεις της είναι πεδινές και ως εκ τούτου δεν δημιουργούν φυσικά εμπόδια και αναχώματα προς ανατολάς. Η ‘Μεγάλη Ευρωπαϊκή Πεδιάδα’, εκτεινόμενη από τη Γαλλία (προς δυσμάς) και μέσω Γερμανίας και Πολωνίας απλώνεται στις αχανείς ρωσικές πεδιάδες (προς ανατολάς) βοηθά τους δυτικούς ανέμους να φθάσουν μέχρι την Πολωνία και τη Λευκορωσία. Αντίθετα, στη Σκανδιναβική Χερσόνησο, το ‘τείχος’ των Σκανδιναβικών Άλπεων, δημιουργεί ισχυρότατο ανάχωμα στους από δυσμάς προς ανατολάς ατλαντικούς ανέμους, με αποτέλεσμα το ανατολικό τμήμα της Χερσονήσου να είναι πιο ευάλωτο στις ψυχρές και ξηρές αέριες μάζες ηπειρωτικής πολικής προελεύσεως (τροφοδοτούμενες το χειμώνα από την έξαρση του Σιβηρικού Αντικυκλώνα, αλλά και από αρκτικές ψυχρές εισβολές). Ο Ευρωπαϊκός νότος (Μεσόγειος) εμφανίζει διαφορετικά γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά: Πρόκειται για τη θερμότερη θάλασσα της Ευρώπης, η οποία εκτίθεται προς νότο από τη θερμή Αφρικανική ήπειρο και χαρακτηρίζεται επιπλέον από έντονο κάθετο και οριζόντιο διαμελισμό. Το κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι οι ορεινές εξάρσεις που αναπτύσσονται προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά για το κλίμα, παίζουν καταλυτικό ρόλο οι εξάρσεις που επιτρέπουν ή αποτρέπουν τη διείσδυση των από βορρά προερχομένων ψυχρών αερίων μαζών. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ορεινή πτύχωση των Άλπεων, η κυρίως ζωνική ανάπτυξη της οροσειράς (από δυσμάς προς ανατολάς), εμποδίζει την εισβολή των ψυχρών αερίων μαζών προς νότο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα Πυρηναία στην Ιβηρική Χερσόνησο και τις Διναρικές Άλπεις, την οροσειρά του Αίμου και της Ροδόπης στην Βαλκανική Χερσόνησο αντίστοιχα.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω ιδιαίτερα γεωμορφολογικά και ατμοσφαιρικά γνωρίσματα της Ευρώπης, μπορούμε να καταλάβουμε το πως διαμορφώνεται ο χάρτης χιονοκάλυψης στην Ευρώπη. Ας τον εξετάσουμε αναλυτικά, ξεκινώντας από νότο προς βορρά:
Α. ΝΟΤΙΑ ΕΥΡΩΠΗ (Μεσόγειος)
Η Μεσογειακή Ευρώπη εμφανίζει το μικρότερο αριθμό ημερών χιονοκάλυψης σε ολόκληρη την ήπειρο. Ολόκληρη η πεδινή και παράκτια ζώνη της δίνει από 0 (νότιες ακτές) εώς 3 (βόρειες ακτές) ημέρες χιονοκάλυψη ετησίως. Τείνουν ωστόσο οι ημέρες χιονοκάλυψης να αυξάνονται προς τα Α/ΒΑ της λεκάνης της Μεσογείου: η ΒΑ Ιταλία (από Ανκόνα εώς Τεργέστη), καθώς και παράκτιες νησίδες της ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, αγγίζουν τις 10 ημέρες. Η πιο ευάλωτη σε ψυχρές εισβολές (από βορράν) Μαύρη Θάλασσα, εμφανίζει το μεγαλύτερο αριθμό ημερών χιονοκάλυψης στη νότια Ευρώπη: στις ακτές του Πόντου (Τουρκία) κυμαίνονται μεταξύ 13 και 18 ημερών χιονοκάλυψης, ενώ στις ακτές της Βουλγαρίας, Ρουμανίας/Μολδαβίας και Ουκρανίας κυμαίνονται μεταξύ 17 – 22, 22 – 26 και 28 – 30 ημερών αντιστοίχως (με εξαίρεση το νότιο άκρο της Χερσονήσου της Κριμαίας, με 22-25 ημέρες).
Το έντονο ωστόσο ανάγλυφο της Μεσογείου επηρεάζει σημαντικά τον αριθμό των ημερών χιονοκάλυψης της περιοχής, όπου όσο προχωρούμε στην ενδοχώρα και ανεβαίνουμε σε υψόμετρο, αυξάνεται η συχνότητα της χιονοκάλυψης: Στα εσωτερικά υψώματα της Ιβηρικής (~500 m), ο αριθμός ημερών χιονοκάλυψης κυμαίνεται μεταξύ 10 και 20 ημέρες (στα βόρεια ~25 ημέρες), ενώ στην ορεινή ζώνη (>1.000 m) κυμαίνεται μεταξύ 30 και 40 – 60 ημέρες. Η απουσία σημαντικής ενδοχώρας στην Ιταλική Χερσόνησο μειώνει τη χιονοκάλυψη (η παράκτια ζώνη της Ιταλίας δίνει από νότο προς βορρά από 0 ημέρες χιονοκάλυψης στην παράκτια Σικελία έως τις 2 – 4 στη ΒΔ και 9 – 11 ημέρες στη ΒΑ ακτή της και 11 – 15 στην βόρεια πεδιάδα του Πάδου), αλλά αυτό αντισταθμίζεται από την ορεινή πτύχωση των Απεννίνων, όπου αυξάνεται απότομα στις 15 – 25 ημέρες σε μέσο υψόμετρο ~500 mκαι 30 – 50 ημέρες σε υψόμετρο ~1.000 m. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα κεντρικά Απέννινα (Αμπρούτζο), όπου υψώνεται η υψηλότερη κορυφή των Απεννίνων (GranSassod’Italia, 2.914 m), εμφανίζεται ο νοτιότερος παγετώνας στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Στη Βαλκανική Χερσόνησο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά: Η μεγάλη ενδοχώρα, καθώς και το γεγονός ότι βρίσκεται στην ανατολική Ευρώπη (εγγύτερα στη Ρωσία), συντελούν στην αύξηση των ημερών χιονοκάλυψης. Η πλέον άχιονη ζώνη της Χερσονήσου είναι η δυτική ακτογραμμή (Αδριατικές και Ιόνιες ακτές), με περίοδο χιονοκάλυψης από 0 ημέρες (Δ/ΝΔ Πελοπόννησος) έως 10 – 11 ημέρες στο ΒΑ άκρο της Αδριατικής (παράκτια σύνορα Ιταλίας – Σλοβενίας). Προς νότο, στην Ελληνική Χερσόνησο, ο αριθμός ημερών χιονκάλυψης είναι επίσης ελάχιστος, έως αμελητέος: 0 ημέρες από τη Στερεά Ελλάδα και νοτιότερα (νησιωτική χώρα). Η πεδινή & παράκτια Στερεά Ελλάς και Θεσσαλία εμφανίζουν από 5 έως 8 ημέρες, ενώ τις περισσότερες ημέρες εμφανίζουν οι ακτές της Μακεδονίας/Θράκης με 8 έως 10 ημέρες ετησίως (εξαίρεση η Χαλκιδική με 6 – 8 ημέρες).
Στον εσωτερικό ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας αυξάνονται σημαντικά οι ημέρες χιονοκάλυψης: σ΄ένα μέσο σταθμικό υψόμετρο των 500 m, φθάνει από τις 15 (Πελοπόννησος) έως τις 25 ημέρες (Δυτική Μακεδονία). Σε υψόμετρα >1.000 mφθάνουν τις 30 – 35 ημέρες και τις 40 – 60 ημέρες αντίστοιχα.
Η εσωτερική (ανατολική) πεδινή Βαλκανική αριθμεί από 22 (ΝΑ πεδινή Βουλγαρία) και 25 – 26 (κατά μήκος του κάτω ρου του Δόυναβη, στην ρουμανοβουλγαρική μεθόριο), ενώ στη δυτική από 25 (Σερβία) έως 32 (Κροατία) και 37 – 40 ημέρες (Ουγγαρία). Η εσωτερική (παραδουνάβια) πεδιάδα της Βαλκανικής εμφανίζει τον υψηλότερο αριθμό ημερών χιονοκάλυψης σε ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη. Η διαρκέστερη χιονοκάλυψη στη Βαλκανική εμφανίζεται (σε μέσο υψόμετρο 500 – 1.000 m: 1) στα Καρπάθια (Ρουμανία), με 65 έως 95 ημέρες, 2) στις κεντρικές Διναρικές Άλπεις (Βοσνία Ερζεγοβίνη – Σερβία – Μαυροβούνιο) με 60 έως 85 ημέρες, 3) στα κεντρικά ορεινά συγκροτήματα της Βουλγαρίας (Ρίλα, Πιρίν, Ροδόπη) και της ΠΓΔΜ & Αλβανίας, με 50 έως 85 ημέρες.
Β. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
Όσον αφορά τον αριθμό ημερών χιονοκάλυψης στην Κεντρική Ευρώπη, η αντίθεση αναμέσα στο δυτικό (ατλαντικό) και το ανατολικό (ηπειρωτικό) τμήμα της είναι εμφανέστατη: Οι ατλαντικές ακτές και πεδινές περιοχές της Γαλλίας εμφανίζουν μόλις 3 έως 10 ημέρες χιονοκάλυψης ετησίως, ενώ όσο κινούμαστε ανατολικότερα φθάνουμε στις 30 (σύνορα με Γερμανία), τις 50 – 55 ημέρες (σύνορα με Τσεχία) και τις 90 ημέρες (σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας – Ουκρανίας), ήτοι σχεδόν στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος από δυσμάς προς ανατολάς παρατηρείται μια αύξηση της τάξεως των 80 ημερών. Κύρια οροσειρά της περιοχής οι Άλπεις, σε ένα μέσο σταθμικό υψόμετρο των 1.000 mαριθμούν από 75 έως 90 ημέρες χιονοκάλυψης (νότιες κλιτύες τους, στην Ιταλία) και 95 έως 115 ημέρες (βόρειες κλιτύες, στο υψίπεδο της Βαυαρίας στη Γερμανία). Σημαντικότατη διάρκεια χιονοκάλυψης γνωρίζουν επίσης τα βόρεια Καρπάθια (κατά μήκος της σλοβακοπολωνικής μεθορίου), με 110 – 120 ημέρες (σε μέσο υψόμετρο ~1.000 m). Στις βόρειες ακτές της Κεντρικής Ευρώπης (από δυσμάς προς ανατολάς), εμφανίζονται από 17 (ΒΔ παράκτια και νησιωτική Ολλανδία), 28 ημέρες (παράκτια γερμανοπολωνική μεθόριος) και τις 44 ημέρες (ΒΑ παράκτια Πολωνία). Θα παρατηρήσει κανείς από το χάρτη (1), ότι από το τριεθνές Πολωνίας – Λευκορωσίας – Λιθουνανίας και ανατολικότερα, αυξάνεται απότομα ο αριθμός ημερών χιονοκάλυψης: από 100 ημέρες (στο τριεθνές) αυξάνεται στις 135 ημέρες στο τριεθνές Λιθουανίας – Λευκορωσίας – Λετονίας. Αυτό οφείλεται στην έντονη εξασθένιση της επιρροής του Ατλαντικού Ωκεανού στα σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας, όπου από κει και ανατολικότερα, οι καιρικές συνθήκες ελέγχονται όλο και περισσότερο από την ηπειρωτική μάζα της Ευρασίας, όπου στα κεντρικά της τμήματα (Σιβηρία) εδρεύει ο γνωστός Σιβηρικός Αντικυκλώνας, οι ψυχρές αέριες μάζες του οποίου εμποδίζουν τις υγρές και σχετικά θερμές αέριες μάζες του Ατλαντικού να διεισδύσουν ανατολικότερα.
Πάντως, η πλέον άχιονη περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης είναι οι Βρετανικές Νήσοι μαζί με την Ιρλανδία, οι οποίες λούζονται από τα σχετικά θερμά νερά του Ατλαντικού. Η νότια Αγγλία (Μάγχη) αριθμεί μόλις 4 με 8 ημέρες χιονόστρωσης. Τό ίδιο ισχύει στις Ν/ΝΔ ακτές της Ιρλανδίας (3 – 4 ημέρες), ενώ το εσωτερικό και βόρειο τμήμα της νήσου αριθμεί από 10 έως 16 ημέρες χιονοκάλυψης ετησίως. Η μεγαλύτερη σε έκταση και σχετικά ορεινότερη Βρετανία αριθμεί από 10 έως 20 ημέρες στο πεδινό/λοφώδες εσωτερικό της, ενώ ο αριθμός αυτός αυξάνεται καθόσον κινούμαστε βορειότερα και ορεινότερα (Σκωτία), όπου ο φθάνει τις 17 – 18 (παράκτια) και τις 45 με 75 ημέρες στα Highlandsτης.
Γ. ΒΟΡΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗ
Η Βόρεια Ευρώπη περιλαμβάνει την Ισλανδία, τη Σκανδιναβική Χερσόνησο και την Βόρεια Ρωσία, περιοχές που είναι σε όλους μας ως οι ψυχρότερες και συνεπώς, οι πλέον χιονοφόρες περιοχές της Ευρώπης. Το ίδιο μοτίβο της μεγάλης αντίθεσης μεταξύ δυτικής και ανατολικής πλευράς της Βόρειας Ευρώπης, αλλά –σε σχέση με την Κεντρική Ευρώπη– εμφανίζει μια ουσιώδη διαφορά: Το φυσικό τείχος των Σκανδιναβικών Άλπεων, το οποίο υψώνεται απότομα από τα νερά του Ατλαντικού, εμποδίζει τη διείσδυση των υγρών και σχετικά θερμών αερίων μαζών του Ατλαντικού στα ενδότερα της Χερσονήσου, με αποτέλεσμα, η ανατολική πλευρά να είναι πιο ευάλωτη και εκτεθημένη προς τους ψυχρούς, από τη Ρωσία προερχόμενους, Α/ΒΑ ανέμους. Συνεπώς, η Ατλαντική επιρροή στην περιοχή περιορίζεται μόνο κατά μήκος των δυτικών (νορβηγικών) ακτών, καθώς και προς νότο (Δανία – νότια Σουηδία). Έτσι λοιπόν, οι Ν/ΝΔ ακτές της Νορβηγίας αριθμούν μόλις 22 – 26 ημέρες χιονοκάλυψης, ενώ οι βόρειες ακτές της (στο βορειότερο άκρο της Ευρώπης) φθάνουν τις 85 – 100 ημέρες. Μπορεί ο αριθμός των 100 ημερών να φαντάζει ψηλός αλλά δεν είναι, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η περιοχή βρίσκεται εντός του Αρκτικού Κύκλου. Μεγάλες αντιθέσεις εμφανίζουν (από νότο προς βορρά) και οι σκανδιναβικές ακτές που βρέχονται από τη Βαλτική Θάλασσα: η Ν/ΝΑ πεδινή και παράκτια Σουηδία αριθμεί από 27 (Ν/ΝΑ άκρο της) έως 70 – 75 ημέρες (περιοχή Στοκχόλμης) χιονοκάλυψης, ενώ ο αριθμός αυτός αυξάνεται προς βορράν, φθάνοντας στην παράκτια μεθόριο Σουηδίας – Φινλανδίας (στο βόρειο άκρο του Βοθνικού Κόλπου) τις 140 – 150 ημέρες. Εξυπακούεται, πως στο εσωτερικό (και δη ορεινό) τμήμα της Χερσονήσου εμφανίζονται οι περισσότερες ημέρες χιονοκάλυψης όχι μόνο της Σκανδιναβίας, αλλά και ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου: από 180 έως 200 ημέρες χιονοκάλυψης εμφανίζουν η ευρύτερη περιοχή της Λαπωνίας καθώς και τα εσωτερικά λοφώδη και ημιορεινά τμήματα της κεντροβόρειας εσωτερικής Σκανδιναβίας (κεντροβόρεια Φνλανδία, υψώματα δυτικής Σουηδίας και ορεινά τμήματα της Νορβηγίας), ενώ το μέγιστο των 210 – 240 (ή και παραπάνω) ημερών, εμφανίζεται στην υψηλή ορεινή ζώνη (>1.000 m) των Σκανδιναβικών Άλπεων, στη Νορβηγία. Παρόμοια πράγματα εμφανίζει και η ορεινή, ηφαιστειακή νήσος της Ισλανδίας: οι νότιες ακτές αριθμούν από 55 έως 75 ημέρες χιονοκάλυψης, ενώ οι βόρειες από 110 έως 120 ημέρες. Στο εσωτερικό (και ορεινό) τμήμα του νησιού ο αριθμός αυτός αυξάνεται απότομα και σ΄ένα μέσο σταθμικό υψόμετρο των ~1.000 mφθάνει τις 240 – 250 ημέρες ή και παραπάνω (παρακάτω θα επανέλθουμε με το φαινόμενο της μόνιμης χιονοκάλυψης στην Ευρώπη).
ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΧΙΟΝΟΚΑΛΥΨΗΣ (ΑΙΩΝΙΑ ΧΙΟΝΙΑ) ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Χάρτης 2: Μόνιμη χιονοκάλυψη (αιώνια χιόνια) στην Ευρώπη (κλικ για μεγέθυνση)
Ως ‘μόνιμη χιονκάλυψη’ ή αλλιώς ‘αιώνια χιόνια’ εννοούμε το φαινόμενο εκείνο όπου το χιόνι διατηρείται στην επιφάνεια του εδάφους καθόλη τη διάρκεια του έτους. Αυτό σημαίνει ότι οι θερμοκρασίες της θερμότερης περιόδου του έτους (Ιούνιος, Ιούλιος & Αύγουστος) δεν είναι ικανές να λιώσουν το υπάρχον χιόνι στο έδαφος. Αυτή η συνθήκη μπορεί να παρατηρηθεί μόνο α) σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, όπου η θερμοκρασία διατηρείται καθόλη τη διάρκεια του έτους χαμηλή (με ανίσχυρη θερμή περίοδο), β) σε μεγάλα υψόμετρα, λαμβάνοντας υπόψη ότι τη θερμοβαθμίδα, όπου η θερμοκρασία εμφανίζει μια μέση πτώση της τάξεως των ~6,5 Cανά 1.000 mυψόμετρο και γ) από τη συσσωρευθείσα ποσότητα (πάχος) χιονιού της προηγηθείσας ψυχρής περιόδου. Η γεωμορφολογία καθώς και η θέση της Ευρώπης (κατά κύριο λόγο εντός της Εύκρατης Ζώνης), δεν ευνοεί την ύπαρξη εκτεταμένων εκτάσεων μόνιμης χιονοκάλυψης ή αιωνίων χιονιών, δεν παύουν ωστόσο να υπάρχουν κάποιες μικρότερες ή μεγαλύτερες περιοχές όπου εμφανίζεται αυτό το φαινόμενο.
Στον παραπάνω χάρτη (2) βλέπουμε τα υψόμετρα όπου μπορεί να παρατηρηθεί χιονόπτωση καθόλη τη διάρκεια του έτους. Παρατηρεί κανείς ότι οι ισοϋψεις τείνουν να κινούνται προς τα ΒΑ όσο προχωρούμε ανατολικότερα στην Ευρώπη. Αυτές οι ισοϋψεις θυμίζουν περισσότερο τη γεωγραφική κατανομή των ισόθερμων του θερμού (θερινού) τριμήνου, εξ ου και ανέρχεται (σε υψόμετρο) η μόνιμη χιονοκάλυψη από δυσμάς προς ανατολάς. Τη θερμή περίοδο του έτους, η ανατολική (ηπειρωτική) Ευρώπη είναι θερμότερη από τη δυτική (ατλαντική). Π.χ. η Ιβηρική Χερσόνησος (επαρχία Γαλικίας στην Ισπανία στα σύνορα με τη βόρεια Πορτογαλία) έχει ως μέσο υψόμετρο πιθανότητας χιονόπτωσης τη θερμότερη περιόδο του έτους το ύψος των 1.900 – 2.000 m, ένα ύψος αντίστοιχο με τη πολύ βορειότερη (αλλά προς ανατολάς) ουκρανολευκορωσική μεθόριο. Ως ‘πιθανότητα χιονόπτωσης’ εννοούμε τουλάχιστον 2 ημέρες χιονόπτωσης το θερμό τρίμηνο Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος. Πιθανότητα χιονόπτωσης κατά τη διάρκεια του θέρους δε σημαίνει βεβαίως και ‘μόνιμη χιονοκάλυψη’ ή αιώνια χιόνια, το υψόμετρο των οποίων είναι υψηλότερο κατά τουλάχιστον 200 (βόρεια), 400 (κεντρική) και 600 m (νότια Ευρώπη) από τις ισοϋψεις που δείχνει ο χάρτης (2). Οι λευκές ζώνες στο χάρτη δείχνουν τις περιοχές όπου τα υψόμετρα αγγίζουν ή και ξεπερνούν τα όρια των ισοϋψών, ήτοι προϋπόθεση εμφάνισης χιονόπτωσης εντός του θερμότερου τριμήνου του έτους.
Ο χάρτης δείχνει επίσης 4 διακριτές περιοχές μόνιμης χιονοκάλυψης στην Ευρώπη (κατά φθίνουσα έκταση): 1: Σκανδιναβικές Άλπεις, όπου το μέσο υψόμετρο μόνιμης χιονοκάλυψης κυμαίνεται μεταξύ ~1.450 m (στο νότιο άκρο της οροσειράς) και ~700 m(στο βόρειο άκρο της). 2: Άλπεις, όπου το μέσο υψόμετρο κυμαίνεται μεταξύ ~2.650 – 2.750 m (στις νότιες κλιτύες) και ~2.400 – 2.500 m (στις βόρειες κλιτύες). 3: Ορεινή Ισλανδία, όπου κυμαίνεται μεταξύ ~450 – 600 mκαι 4: Πυρηναία, μεταξύ ~2.700 και ~2.850 m. Αν μπορούμε να περιλάβουνε στην Ευρώπη και την οροσειρά του Καυκάσου (με μέσο υψόμετρο μόνιμης χιονοκάλυψης ~2.900 m), τότε εμφανίζει 5 διακριτές περιοχές μόνιμης χιονοκάλυψης (αιωνίων χιονιών).
Παρουσίαση – Μελέτη – Σχεδιασμός: Weerman (Ιωάννης Γιαλαμάς)
Κλιματολογικά στοιχεία υετού στην Ευρώπη
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Εγκυκλοπαίδεια
- Δημιουργήθηκε στις 26 Σεπτέμβριος 2013
- Συντάχθηκε από τον/την Weerman
- Προβολές: 8292
ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΥΕΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Εδώ και πολλές δεκαετίες, η Ευρώπη θεωρείται ξεχωριστή ήπειρος, ενώ στην πραγματικότητα και μάλιστα από μια αυστηρά γεωγραφική οπτική γωνία, αποτελεί ουσιαστικά μια δυτική προέκταση της Ασίας. Οι λόγοι είναι καθαρά ιστορικοί και πολιτισμικοί: εδώ και πολλούς αιώνες (από την εποχή της Κλασικής Ελλάδας και Ρώμης) ακολούθησε ένα δικό της μονοπάτι που στην πορεία του χρόνου έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορική εξέλιξη. Η θέση της, στη δυτική πλευρά της μεγαλύτερης ηπείρου του πλανήτη, της Ασίας και η ιδιαίτερα ευνοϊκή της γεωμορφολογία και κλιματολογία, συντέλεσαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας ξεχωριστής πολιτικής, εθνολογικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας.
Το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης βρίσκεται στην εύκρατη ζώνη (βορείως του Τροπικού του Καρκίνου, ήτοι βορείως του 23ο 27΄ παραλλήλου), ενώ ένα μικρό μόνο τμήμα του βορείου τμήματός της (βόρεια Σκανδιναβική χερσόνησος) βρίσκεται εντός Αρκτικού Κύκλου (βορείως του 66ο 33΄ παραλλήλου). Προς δυσμάς βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό, προς ανατολάς συνδέεται μέσω των μεγάλων πεδιάδων με την ασιατική ηπειρωτική μάζα, ενώ προς νότο βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Η θέση της εντός της Εύκρατης ζώνης (ανάμεσα στον Τροπικό και τον Αρκτικό Κύκλο) επηρεάζει αποφασιστικά την υετική δίαιτα της ηπείρου μας: Εντός της εύκρατης ζώνης παίζουν ρυθμιστικό ρόλο οι λεγόμενοι ‘δυτικοί επικρατούντες άνεμοι’ (westerlies), όπου άνεμοι του δυτικού τομέα εισρέουν στην Ευρώπη από τον Ατλαντικό Ωκεανό, ενός σχετικά θερμού Ωκεανού, λόγω της παρουσίας του Θερμού Ρεύματος του Κόλπου (του Μεξικού). Αυτό σημαίνει ότι η περιοχή τροφοδοτείται από θαλάσσιας προέλευσης (υγρούς) ανέμους, οι οποίοι εφόσον δε συνατούν φυσικά αναχώματα, όπως είναι οι οροσειρές, διεισδύουν βαθιά στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα, η παρουσία των οποίων ανιχνεύεται μέχρι και την Πολωνία και Λευκορωσία, ενίοτε ακόμη και μέχρι τη δυτική Ρωσία. Όπου οι Δ/ΝΔ άνεμοι συναντούν οροσειρές, στις προσήνεμες περιοχές (δλδ προς την πλευρά των οροσειρών όπου πνέουν οι άνεμοι) δημιουργείται ορογραφικός υετός, όπου αφήνει σημαντικά ύψη υετού στην πλευρά αυτή, ενώ όταν υπερπηδήσουν την οροσειρά, κατέρχονται ως ξηρότεροι και θερμότεροι. Αν μάλιστα ο προσανατολισμός μιας οροσειράς είναι αφεόν σχεδόν κάθετος προς την κύρια διεύθυνση των υγρών Δ/ΝΔ ανέμων, αν δλδ οι οροσειρές έχουν σχεδόν μεσημβρινό προσανατολισμό (Β/ΒΔ – Ν/ΝΑ) και αφετέρου σε εγγύτητα με τη θάλασσα, τότε ενισχύεται ο μηχανσμός της ανύψωσης/συμπύκνωσης/υγροποίησης της αέριας μάζας, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση που πιπτόμενου υετού. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η ορεινή αλυσίδα της δυτικής Βαλκανικής Χερσονήσου (κατά μήκος της ανατολικής Αδριατικής Θάλασσας και του Ιονίου Πελάγους), η αλυσίδα των Σκανδιναβικών Άλπεων, καθώς και των υψωμάτων της Σκωτίας και των ορεινών εξάρσεων της νότιας Ισλανδίας), όπου σημειώνονται τα μεγαλύτερα ετήσια ύψη υετού πανευρωπαϊκά. Η ορεινή τοπογραφία –ακόμη κι αν απέχει από τη θάλασσα– αυξάνει επίσης τον ετήσιο υετό, λόγω ανύψωσης του παρακείμενου αέρα. Περιοχές λοιπόν που ‘βλέπουν’ προς τους υγρούς Δ/ΝΔ ανέμους καλούνται και ‘ομβροπλευρές’.
Αντίθετα, περιοχές που βρίσκονται στην υπήνεμη πλευρά των υγρών ανέμων (ανατολικά των οροσειρών), μακριά από τη θάλασσα ή σχηματίζουν εκτεταμένες κλειστές πεδιάδες, ο ετήσιος υετός μειώνεται σημαντικά. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η Παννονική Πεδιάδα (π.χ. Ουγγαρία), οι πεδιάδες της ανατολικής Γερμανίας – Πολωνίας, η εσωτερική πεδιάδα της κεντρικής Γαλλίας, η ανατολική πλευρά της Σκανδιναβικής Χερσονήσου (π.χ. ανατολική Σουηδία), η ΒΑ Βαλκανική (Μαύρη Θάλασσα) , όπου σημειώνονται τα χαμηλότερα ετήσια ύψη υετού πανευρωπαϊκά. Περιοχές λοιπόν που απέχουν από τους Δ/ΝΔ ανέμους καλούνται και ‘ομβροσκιές’.
Είναι γεγονός πως ανέκαθεν οι άνθρωποι όταν στα απώτατα χρόνια έχτιζαν τους οικισμούς τους και αργότερα τα χωριά και τις πόλεις τους, προτιμούσαν να αποφεύγουν τις ομβροπλευρές. Τα (πολύ) μεγάλα ύψη υετού ήταν αποτελούσε αναχαιτιστικό παράγοντα για την ανάπτυξη και ευημερία ενός αστικού περιβάλλοντος. Άλλωστε, οι κάτοικοι της Ευρώπης δεν υπέστησαν ποτέ μεγάλο έλλειμμα υετού, ενός πολυτιμότατου μετεωρολογικού στοιχείου το οποίο βρίσκεται σε επάρκεια στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Υπάρχουν βεβαίως κάποιες περιοχές της Ευρώπης αρκετά δυσμενείς υετικά, όπως είναι οι ομβροσκιές της νότιας Ευρώπης, η δυσμένεια των οποίων ενισχύεται και από την ανισοκατανομή του ενδοετήσιου υετού, όπου εμφανίζεται σημαντικότατη μείωση κατά τη διάρκεια του θερμού εξαμήνου (Απρίλιος – Σεπτέμβριος), το οποίο οφείλεται στην προς βορράν μετακίνηση του Αντικυκλώνα των Αζορών, με αποτέλεσμα τη φραγή των δυτικών ανέμων προς την περιοχή. Μάλιστα, το πλούσιο ανάγλυφο της περιοχής δημιουργεί έντονες υετικές αντιθέσεις, με ισχυρές τοπικές ομβοπλευρές και ομβροσκιές (π.χ. ανατολική Ισπανία, ΝΑ Ιταλία, ΝΑ Ελλάδα).
Χάρτης 1. Μέσος ετήσιος υετός Ευρώπης (με γκρι τα μεγαλύτερα πολεοδομικά συγκροτήματα και πρωτεύουσες
κρατών της Ευρώπης.
Ιστορικά λοιπόν, οι κάτοικοι της Ευρώπης προτιμούσαν περιοχές με ήπιες καιρικές συνθήκες, ούτε με μεγάλα ύψη βροχής, αλλά ούτε και με μεγάλα ψύχη (π.χ. το δριμύ χειμερινό ψύχος της κεντροβόρειας Σκανδιναβικής Χερσονήσου την καθιστά σχεδόν ακατοίκητη (π.χ. δεν υπάρχει κανένα πολεοδομικό συγκρότημα >500.000 κατοίκων), το ίδιο ισχύει και για τη βόρεια Ρωσία. Η συντριπτική πλειοψηφία του ευρωπαϊκού πληθυσμού (>99,0 %) διαβιεί σε πλάτη νοτίως του 64ου παραλλήλου, δλδ νοτίως του Αρκτικού Κύκλου.
Ο Χάρτης 1 δείχνει σε χρωματικές διαβαθμίσεις τη χωρική κατανομή του μέσου ετήσιου υετού στην Ευρώπη. Φαίνεται καθαρά πως ο υετός μειώνεται από δυσμάς προς ανατολάς και ιδίως ανατολικά των οροσειρών, ιδίως εκείνων που βρίσκονται κοντά στις θάλασσες. Οι πλέον υετοφόρες (προσήνεμες) περιοχές της Ευρώπης, με μέσο ετήσιο υετό από 800 mm εώς >1300 mm, είναι οι ακόλουθες (από βορρά προς νότο):
1)Νότια Ισλανδία
2)Δυτική Σκανδιναβική Χερσόνησος (δυτική Νορβηγία)
3)Δυτικό Ην. Βασίλειο
4)Δυτική Ιρλανδία
5)Δυτική (παράκτια) ηπειρωτική Ευρώπη (Benelux, δυτική Γερμανία, δυτική Γαλλία, ΒΔ Ιβηρική Χερσόνησος)
6)Δυτική Ιταλία
7)Δυτική Βαλκανική Χερσόνησος
Οι πλέον φτωχές (ομβροσκιές) υετικά περιοχές της Ευρώπης, με μέσο ετήσιο υετό από 350 εώς 600 mm, είναι οι ακόλουθες (από βορρά προς νότο):
1)ΒΑ & ΝΑ Σουηδία
2)Βόρεια Φινλανδία
3)Εσωτερική (χαμηλή) ανατολική Γερμανία & Πολωνία
4)ΝΑ (χαμηλό) Ην. Βασίλειο
5)Κεντροβόρεια εσωτερική (χαμηλή) Γαλλία
6)Εσωτερική (χαμηλή) κεντροβόρεια Τσεχία
7)Κλειστές εσωτερικές πεδιάδες/υψίπεδα της Ιβηρικής Χερσονήσου & ΝΑ Ισπανία
8)ΝΑ πεδιάδα του Πάδου & ΝΑ Ιταλία
9)Παννονική Πεδιάδα (Ουγγαρία)
10)Πεδιάδα Κάτω Ρου του Δούναβη (Ρουμανοβουλγαρική μεθόριος) & Πεδιάδα Μολδοβλαχίας (ανατολική Ρουμανία & Μολδαβία)
11)Ν/ΝΑ Ουκρανία
12)Ανατολική εσωτερική (χαμηλή) ηπειρωτική Ελλάδα & κεντρικό Αιγαίο Πέλαγος
Εξετάζοντας το χάρτη πιο προσεκτικά, φαίνεται καθαρά πως η πλειοψηφία των μεγαλυτέρων πολεοδομικών συγκροτημάτων της Ευρώπης βρίσκονται σε φτωχές υετικά περιοχές (ομβροσκιές). Χαρακτηριστικές πόλεις ή πρωτεύουσες (>500.000 κατοίκων) είναι το Όσλο, η Στοκχόλμη, η Κοπεγχάγη, το Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο, η Βαρσοβία, η Βουδαπέστη, η Μαδρίτη κ.ο.κ.
Αντίθετα, ένα μικρό μόνο ποσοστό πόλεων η πρωτευουσών (>500.000 κατοίκων) βρίσκονται σε πλούσιες υετικά περιοχές (ομβροπλευρές), όπως η Γλασκώβη, το Άμστερνταμ, η Λισσαβώνα, τα Τίρανα, η Ποντγκόριτσα, το Μπιλμπάο, το Μιλάνο κ.ο.κ.
Ο Χάρτης 2 δείχνει αριθμημένα και κατά φθίνουσα πορεία το μέσο ετήσιο υετό των 108 μεγαλυτέρων πολεοδομικών συγκροτημάτων της Ευρώπης. Όπως βλέπουμε, η πλουσιότερη υετικά πρωτεύουσα της Ευρώπης είναι η Ποντγκόριτσα (Μαυροβούνιο) με τον αριθμό (1) και η φτωχότερη υετικά, η Σαραγκόσα της Ισπανίας, με τον αριθμό (108). Ο μέσος ετήσιος υετός των 108 πολεδομικών συκγροτημάτων ανέρχεται στα ~716.1 mm. Ο αναγνώστης μπορεί ακολούθως να συμβουλευτεί την λίστα αυτών των πολεοδομικών συγκροτημάτων με τον μέσο ετήσιο υετό τους.
Χάρτης 2. Τα 108 μεγαλύτερα πολεοδομικά συγκροτήματα της Ευρώπης, αριθμημένα βάσει φθίνουσας πορείας του μέσου ετήσιου υετού τους.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΛΙΣΤΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΕΤΗΣΙΟΥ ΥΕΤΟΥ (ΚΑΤΑ ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΣΕΙΡΑ) ΤΩΝ 108 ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
(αρίθμηση σε αντιστοίχιση με το Χάρτη 2)
Από 1600 εώς 1699.9 mm
1.Ποντγόριτσα (Μαυροβούνιο): 1689.8 mm
Από 1300 εώς 1399.9 mm:
2.Λιουμπλιάνα (Σλοβενία): 1314.0 mm
Από 1200 εώς 1299.9 mm:
3.Γένοβα (Ιταλία): 1275.8 mm
4.Πόρτο (Πορτογαλία): 1260.4 mm
5.Γλασκώβη (Ην. Βασίλειο): 1245.0 mm
6.Τίρανα (Αλβανία): 1210.2 mm
Από 1100 εώς 1199.9 mm:
7.Μπιλμπάο (Ισπανία): 1191.0 mm
Από 1000 εώς 1099.9 mm:
8.Ζυρίχη (Ελβετία): 1079.2 mm
Από 900 εώς 999.9 mm:
9.Μιλάνο (Ιταλία): 984.4 mm
10.Νεάπολη (Ιταλία): 935.2 mm
11.Μόναχο (Γερμανία): 928.1 mm
12.Σαράγεβο (Βοσνία Ερζεγοβίνη): 904.7 mm
Από 800 εώς 899.9 mm:
13.Μάντσεστερ (Ην. Βασίλειο): 899.6 mm
14.Μπρίστολ (Ην. Βασίλειο): 888.8 mm
15.Αντβέρπη (Βέλγιο): 883.6 mm
16.Ζάγκρεμπ (Κροατία): 883.3 mm
17.Γενεύη (Ελβετία): 878.1 mm
18.Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο): 863.0 mm
19.Τορίνο (Ιταλία): 855.1 mm
20.Μπορντώ (Γαλλία): 851.3 mm
21.Φλωρεντία (Ιταλία): 842.1 mm
22.Ρέϋκιαβικ (Ισλανδία): 841.9 mm
23.Άμστερνταμ (Ολλανδία): 838.2 mm
24.Αστικός Ιστός Ρουρ (Γερμανία): ~834.0 mm
25.Ρόττερνταμ – Χάγη (Ολλανδία): ~832.5 mm
26.Βενετία (Ιταλία): 829.6 mm
27.Σέφιλντ (Ην. Βασίλειο): 828.5 mm
28.Ζάαρμπρύκεν (Γερμανία): 812.0 mm
29.Νάντη (Γαλλία): 810.9 mm
30.Άαχεν (Γερμανία): 806.0 mm
31.Νίκαια (Γαλλία): 804.0 mm
32.Ρώμη (Ιταλία): 802.9 mm
Από 700 εώς 799.9 mm:
33.Βρυξέλλες (Βέλγιο): 797.0 mm
34.Βασιλεία (Ελβετία): 784.0 mm
35.Λυών (Γαλλία): 777.9 mm
36.Γκέτεμποργκ (Σουηδία): 776.0 mm
37.Λίβερπουλ (Ην. Βασίλειο): 775.0 mm
38.Μπολόνια (Ιταλία): 757.2 mm
39.Λιέγη (Βέλγιο): 749.7 mm
40.Αμβούργο (Γερμανία): 744.0 mm
41.Δουβλίνο (Ιρλανδία): 741.9 mm
42.Κολωνία – Βόννη (Γερμανία): 736.5 mm
43.Στουτγκάρδη (Γερμανία): 731.3 mm
44.Ντουάϊ – Λενς (Γαλλία): 722.9 mm
45.Λισσαβώνα (Πορτογαλία): 702.4 mm
Από 600 εώς 699.9 mm:
46.Κωνσταντινούπολη (Τουρκία): 697.2 mm
47.Λήντς – Μπράντφορντ (Ην. Βασίλειο): ~697.0 mm
48.Νόττιγχαμ (Ην. Βασίλειο): 697.0 mm
49.Φρανκφούρτη (Γερμανία): 691.9 mm
50.Βρέμη (Γερμανία): 689.8 mm
51.Μινσκ (Λευκορωσία): 678.3 mm
52.Τουλούζη (Γαλλία): 675.5 mm
53.Μπέρμινγχαμ (Ην. Βασίλειο): 673.8 mm
54.Κρακοβία (Πολωνία): 669.0 mm
55.Δρέσδη (Γερμανία): 668.0 mm
56.Εδιμβούργο (Ην. Βασίλειο): 664.5 mm
57.Βίλνιους (Λιθουανία): 661.0 mm
58.Αγία Πετρούπολη (Ρωσία): 660.0 mm
59.Βελιγράδι (Σερβία): 656.6 mm
60.Όσλο (Νορβηγία): 654.5 mm
61.Νιούκασλ (Ην. Βασίλειο): 651.1 mm
62.Λίλλη (Γαλλία): 645.9 mm
63.Τουλώνη (Γαλλία): 645.3 mm
64.Βιέννη (Αυστρία): 642.9 mm
65.Μάννχαϊμ (Γερμανία): 642.0 mm
66.Ελσίνκι (Φινλανδία): 635.4 mm
67.Νυρεμβέργη (Γερμανία): 627.0 mm
68.Αννόβερο (Γερμανία): 622.7 mm
69.Λονδίνο (Ην. Βασίλειο): 611.3 mm
70.Παλέρμο (Ιταλία): 611.0 mm
71.Κατάνη (Ιταλία): 609.0 mm
72.Κατοβίτσε (Πολωνία): 608.5 mm
73.Παρίσι (Γαλλία): 607.4 mm
74. Μόσχα (Ρωσία): 600.6 mm
Από 500 εώς 599.9 mm:
75 .Κίεβο (Ουκρανία): 598.3 mm
76. Βαρκελώνη (Ισπανία): 590.1 mm
77. Κοπεγχάγη (Δανία): 589.7 mm
78. Βουκουρέστι (Ρουμανία): 586.5 mm
79. Λειψία (Γερμανία): 586.0 mm
80. Βρόκλαβ (Πολωνία): 582.8 mm
81. Μπρατισλάβα (Σλοβακία): 582.6 mm
82. Μασσαλία (Γαλλία): 582.0 mm
83. Βερολίνο (Γερμανία): 580.7 mm
84. Σόφια (Βουλγαρία): 574.9 mm
85. Ρίγα (Λετονία): 568.3 mm
86. Ταλλίν (Εσθονία): 565.3 mm
87. Βαλλέτα (Μάλτα): 553.3 mm
88. Βαρσοβία (Πολωνία): 550.2 mm
89. Τσισινάου (Μολδαβία): 542.0 mm
90. Ντνίπροπετρόβσκ (Ουκρανία): 539.0 mm
91. Σεβίλλη (Ισπανία): 533.7 mm
92 .Γκτάνσκ (Πολωνία): 528.0 mm
93. Μάλαγα (Ισπανία): 526.0 mm
94. Λότζ (Πολωνία): 524.0 mm
95. Καρκίβ (Ουκρανία): 519.0 mm
96. Βουδαπέστη (Ουγγαρία): 517.9 mm
97. Πόζναν (Πολωνία): 513.3 mm
98. Σκόπια (ΠΓΔΜ): 509.6 mm
99. Στοκχόλμη (Σουηδία): 502.8 mm
Από 400 εώς 499.9 mm:
100. Ντόνετσκ (Ουκρανία): 492.0 mm
101. Πράγα (Τσεχία): 479.1 mm
102. Βαλένθια (Ισπανία): 468.7 mm
103. Θεσσαλονίκη (Ελλάδα): 458.6 mm
104. Μαδρίτη (Ισπανία): 438.9 mm
105. Πάλμα ντε Μαγιόρκα (Ισπανία): 427.0 mm
106. Οδησσός (Ουκρανία): 401.5 mm
Από 300 εώς 399.9 mm:
107. Αθήνα (Ελλάδα): 399.8 mm
108. Σαραγόσα (Ισπανία): 340.4 mm
ΠΡΟΣΗΝΕΜΕΣ & ΥΠΗΝΕΜΕΣ ΠΟΛΕΙΣ/ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΕΣ
Όπως βλέπουμε, ο μέσος ετήσιος υετός στις παραπάνω κυμαίνεται από 340.4 mmστη Σαραγκόσα της Ισπανίας (θέση 108) εώς 1689.8 mmστην Ποντγκόριτσα του Μαυροβουνίου (θέση 1). Πόλεις ή πρωτεύουσες που έχουν θαλάσσιο άνοιγμα προς τα Δ/ΝΔ δέχονται μεγαλύτερα ύψη υετού απ΄ότι πόλεις που έχουν θαλάσσιο άνοιγμα προς να Α/ΝΑ. Αν η μορφολογία του εδάφους είναι ήπια (σχεδόν πεδινή), οι Δ/ΝΔ υετοφόροι άνεμοι διεισδύουν βαθύτερα στην ενδοχώρα και οι διαφορές ύψους υετού μικραίνουν ανάμεσα στην παράκτια και εσωτερική (ηπειρωτική) ζώνη. Τέτοια περίπτωση είναι η ΒΔ ηπειρωτική Ευρώπη (Benelux, Γερμανία), όπου ανατολικά της Βόρειας Θάλασσας, η μεγάλη πεδιάδα (από βόρεια Γαλλία μέχρι Πολωνία – Λευκορωσία – Ρωσία) επιτρέπει την ανεμπόδιστη διέλευση των θαλασσίων/υγρών (ατλαντικής προέλευσης) αερίων μαζών μέχρι την ανατολική Γερμανία. Σε όλο το μήκος αυτής της ζώνης, ο ετήσιος υετός κυμαίνεται από ~885 mm(στις ακτές Βόρειας Θάλασσας) εώς 560 mm(γερμανοπολωνική μεθόριος).
Στην περίπτωση που εμφανίζονται υψώματα ή ορεινές εξάρσεις πολύ κοντά στους Δ/ΝΔ ανέμους, ο ετήσιος υετός εμφανίζει απότομη αύξηση Δ/ΝΔ των εξάρσεων αυτών, αλλά αμέσως ανατολικότερα αυτών ο υετός μειώνεται σημαντικά. Τέτοιες περιπτώσεις εμφανίζονται σε όλες τις (ορεινές) χερσονήσους της Ευρώπης (Σκανδιναβική, Ιβηρική, Ιταλική & Βαλκανική), όπου η υετικές αντιθέσεις μεταξύ δυτικών και ανατολικών πλευρών τους είναι συχνά εντυπωσιακές. Από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις είναι π.χ. η Ποντγκόριτσα (από τις πλέον προσήνεμες πόλεις της Ευρώπης) με μέσο ετήσιο υετό 1689.8 mm, ενώ περίπου 300 χλμ Α/ΝΑ, πόλη των Σκοπίων δέχεται μόλις 509.6 mm (υπερτριπλάσια διαφορά). Παρόμοιο φαινόμενο βλέπουμε και στην Ιβηρική: η παράκτια πόλη του Πόρτο δέχεται 1260.4 mm, ενώ περίπου 500 χλμ Α/ΝΑ, η Μαδρίτη δέχεται μόλις 438.9 mm. Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι το βόρειο Ην. Βασίλειο (Σκωτία): η προσήνεμη Γλασκώβη δέχεται 1245 mm, ενώ το μόλις 120 χλμ ανατολικότερα Εδιμβούργο αρκείται στα 664.5 mm. Ο ακόλουθος πίνακας ταξινομεί τις ευρωπαϊκές πόλεις/πρωτεύουσες σε προσήνεμες και υπήνεμες:
ΠΡΟΣΗΝΕΜΕΣ ΠΟΛΕΙΣ/ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΕΣ |
ΥΠΗΝΕΜΕΣ ΠΟΛΕΙΣ/ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΕΣ |
Ποντγκόριτσα (θαλάσσιο άνοιγμα προς δυσμάς, ορεινές εξάρσεις ανατολικά της πόλης): 1689.8 mm (θέση 1) |
Σαραγόσα (κλειστή εσωτερική πεδιάδα, περιβαλλόμενη από σημαντικές ορεινές εξάρσεις): 340.4 mm (θέση 108) |
Γένοβα (θαλάσσιο άνοιγμα νοτίου ορίζοντα, ορεινές εξάρσεις Α & Β της πόλης): 1275.8 mm (θέση 3) |
Αθήνα (ΝΑ προσανατολισμός, ορεινές εξάρσεις προς δυσμάς): 399.8 mm (θέση 107) |
Πόρτο (θαλάσσιο άνοιγμα προς δυσμάς, ορεινές εξάρσεις ανατολικά της πόλης): 1260.4 mm(θέση 4) |
Οδησσός (ανατολικός προσανατολισμός, ορεινές εξάρσεις προς δυσμάς): 401.5 mm (θέση 106) |
Γλασκώβη (θαλάσσιο άνοιγμα προς δυσμάς, ορεινές εξάρσεις ανατολικά της πόλης): 1245,0 mm (θέση 5) |
Μαδρίτη (υψίπεδο, απόσταση από θάλασσα, ορεινές εξάρσεις προς τα ΒΔ): 438.9 mm (θέση 104) |
Τίρανα (θαλάσσιο άνοιγμα προς δυσμάς, ορεινές εξάρσεις ανατολικά της πόλης): 1210.2 mm(θέση 6) |
Θεσσαλονίκη (θαλάσσια έξοδος κοιλάδας, σημαντικές ορεινές εξάρσεις προς δυσμάς): 458.6 mm (θέση 103) |
Μπιλμπάο (θαλάσσιο άνοιγμα προς Β-Δ, ορεινές εξάρσεις προς νότο): 1191.0 mm(θέση 7) |
Βαλένθια (ΝΑ προσατολισμός, ορεινές εξάρσεις προς δυσμάς): 468.7 mm (θέση 102) |
Νεάπολη (θαλάσσιο άνοιγμα προς δυσμάς, ορεινές εξάρσεις ανατολικά της πόλης): 935.2 mm (θέση 11) |
Πράγα (κλειστή λεκάνη, περιβαλλόμενη από υψώματα/ορεινές εξάρσεις): 479.1 mm (θέση 101) |
Μάντσεστερ (θαλάσσιο άνοιγμα προς δυσμάς, ορεινές εξάρσεις ανατολικά της πόλης): 899.6 mm(θέση 13) |
Ντόνετσκ (ΝΑ προσανατολισμός, εκτεταμένη πεδιάδα): 492.0 mm(θέση 100) |
|
Στοκχόλμη (ανατολικός προσανατολισμός, ορεινές εξάρσεις προς δυσμάς): 502.8 mm (θέση 99) |
Σκόπια (κοιλάδα, σημαντικές ορεινές εξάρσεις προς δυσμάς): 509.6 mm (θέση 98) |
|
Πόζναν (εκτεταμένη πεδιάδα, απόσταση από θάλασσα): 513.3 mm(θέση 97) |
|
Βουδαπέστη (εσωτερική πεδιάδα, περιβαλλόμενη από ορεινές εξάρσεις): 517.9 mm (θέση 96) |
|
Λοτζ (εκτεταμένη πεδιάδα, απόσταση από θάλασσα): 524.0 mm(θέση 94) |
|
Τσισινάου (ανοικτή κοιλάδα, ορεινές εξάρσεις προς δυσμάς): 542.0 mm(θέση 89) |
|
Βαρσοβία (εκτεταμένη πεδιάδα, απόσταση από θάλασσα): 550.2 mm(θέση 88) |
|
Σόφια (κλειστό υψίπεδο, περιβαλλόμενο από σημαντικές ορεινές εξάρσεις): 574.9 mm (θέση 84) |
|
Βερολίνο (εκτεταμένη πεδιάδα, υψώματα προς δυσμάς): 580.7 mm(θέση 83) |
|
Βουκουρέστι (ανατολικός προσανατολισμός, χαμηλή πεδιάδα): 586.5 mm (θέση 78) |
|
Βαρκελώνη (ανατολικός προσανατολισμός, σημαντικές ορεινές εξάρσεις προς τα ΒΔ): 590.1 mm(θέση 76) |
|
Παρίσι (εκτεταμένη λεκάνη, περιβαλλόμενη από μετρίου ύψους υψώματα): 607.4 mm(θέση 73) |
|
Λονδίνο (ΝΑ προσανατολισμός, υψώματα προς δυσμάς): 611.3 mm (θέση 69) |
ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ/ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΕΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΟΓΡΑΦΙΑ |
Λιουμπλιάνα (στους πρόποδες των Διναρικών Άλπεων): 1314.0 mm (θέση 2) |
Ζυρίχη (στους πρόποδες των ελβετικών Άλπεων): 1079.2 mm (θέση 8) |
Μιλάνο (εγγύς των ιταλικών Άλπεων): 984.4 mm (θέση 9) |
Μόναχο (εγγύς των βαυαρικών Άλπεων): 928.1 mm (θέση 11) |
Σαράγεβο (Διναρικές Άλπεις): 904.7 mm (θέση 12) |
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Ιωάννης Γιαλαμάς (Weerman)
Διαβάστε επίσης
Η υετική διαίτα του Σεπτεμβρίου στην Ελλάδα
Η υετική διαίτα του Οκτωβρίου στην Ελλάδα
Ετήσιος δείκτης ραγδαιότητας στην Ελλάδα
Ενδοετήσια πορεία υετού στην Ελλάδα
Σχέση υετού μεταξύ θερμής και ψυχρής περιόδου